Μια νέα «βροχή» διαττόντων αστέρων, των Διδυμίδων, που θα είναι η τελευταία του έτους, θα είναι ορατή από τις περισσότερες περιοχές του πλανήτη μας, μεταξύ αυτών και από την Ελλάδα, με αποκορύφωμα τη νύχτα της Παρασκευής 13 Δεκεμβρίου προς το ξημέρωμα του Σαββάτου 14 Δεκεμβρίου.
Οι Διδυμίδες, που έκαναν αραιά την εμφάνισή τους ήδη από τις 7 Δεκεμβρίου και θα είναι ορατοί έως τις 19 Δεκεμβρίου, συνήθως παράγουν ένα από τα θεαματικότερα φαινόμενα διαττόντων μέσα στο έτος και ο ρυθμός που θα πέφτουν τα ορατά μετέωρά τους (πεφταστέρια), αναμένεται να είναι 30 έως 60 την ώρα, με ταχύτητα γύρω στα 35 χιλιόμετρα την ώρα.
Επειδή όμως, λίγες ημέρες μετά, στις 17 Δεκεμβρίου, θα υπάρξει πανσέληνος και το φεγγάρι θα είναι ήδη «γεμάτο», η παρατήρηση στο νυχτερινό ουρανό -ακόμα κι αν το επιτρέπουν οι κατά τόπους καιρικές συνθήκες- δεν θα είναι εύκολη. Η καλύτερη κατεύθυνση για τις παρατηρήσεις θα είναι προς το ανατολικό μέρος του ουρανού μετά τα μεσάνυχτα.
Οι Διδυμίδες, που έκαναν την πρώτη εμφάνισή τους στα μέσα του 1800, έχουν πάρει το όνομά τους από τον αστερισμό των Διδύμων, από όπου φαίνεται να προέρχονται. Η ιδιαιτερότητά τους είναι ότι, αντίθετα με τις περισσότερες βροχές διαττόντων, δεν προέρχονται στην πραγματικότητα από θραύσματα κάποιου κομήτη, αλλά από ένα μυστηριώδες ουράνιο σώμα, μάλλον αστεροειδή, τον «3200 Φαέθωνα», που ανακαλύφθηκε το 1983 από το δορυφόρο IRAS της NASA.
Πρόκειται για ένα σκοτεινό βραχώδες αντικείμενο χωρίς «ουρά», που μερικοί αστρονόμοι θεωρούν «νεκρό» πια κομήτη, το οποίο όμως δεν αφήνει στο πέρασμα του αρκετή σκόνη για να εξηγήσει τη δημιουργία της βροχής διαττόντων. Οι αστρονόμοι που έχουν μελετήσει τις τροχιές των μετεώρων των Διδυμίδων, πιστεύουν ότι μάλλον προέρχονται από μεγάλες ποσότητες υλικών που εκτινάχθηκαν από τον «3200 Φαέθωνα», όταν αυτός είχε πλησιάσει πολύ τον Ήλιο.
Ο «Φαέθων» έχει μια εκκεντρική άκρως ελλειπτική τροχιά, η οποία κάθε 1,4 χρόνια περίπου τον φέρνει ανάμεσα στον Ερμή και στον Ήλιο, με συνέπεια, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις μερικών αστρονόμων, ανά τακτικά χρονικά διαστήματα να «ψήνεται» από την ηλιακή ακτινοβολία και έτσι να τροφοδοτεί με νέα σκόνη το ρεύμα που προκαλεί τις Διδυμίδες.
Άλλοι επιστήμονες όμως επιμένουν ότι η παραπάνω διαδικασία δεν μπορεί να εξηγήσει πειστικά τον μεγάλο αριθμό σωματιδίων σκόνης που πέφτουν στη Γη με την μορφή μετεώρων. Από όλα τα «ρεύματα» σκόνης και θραυσμάτων που συναντά κάθε χρόνο η τροχιά της Γης, το μεγαλύτερο είναι αυτό που δημιουργεί τους Διδυμίδες διάττοντες. Προς το παρόν, το μυστήριο της προέλευσης και της δημιουργίας των Διδυμίδων δεν έχει ακόμα λυθεί οριστικά.
ileiapost.gr