Η καλλιέργεια του Καπνού στο Στρυμονικό Β΄ μέρος
Η συγκομιδή
Η συγκομιδή του καπνού αποτελούσε ίσως την κοπιαστικότερη φάση της καλλιέργειας του καπνού. Ξεκινούσε από τα χαράματα κάθε ημέρας, επειδή το σπάσιμο των φύλλων, απαιτούσε να γίνεται με υγροποιημένη τον κορμό τους, ώστε να είναι στητά και μόνο κατά την διάρκεια της ημέρας μπορούσε να επιτευχθεί και για ένα μικρό κομμάτι του πρωινού.
Όταν ο ήλιος προχωρούσε, τα φύλλα μαραίνονταν και η συγκομιδή ήταν ιδιαίτερα βασανιστική. Με την βοήθεια απλών φαναριών (με πετρέλαιο) ή των λεγόμενων Λουξ, που οι δυνατότητές τους ήταν απείρως μεγαλύτερες ξεκινούσαν μετά τα μεσάνυχτα οι αγρότες, με τα κάρα και αργότερα με τα τρακτέρ.
Ο κάμπος και οι λόφοι του Στρυμονικού φεγγοβολούσαν από το φως του φεγγαριού κάπου – κάπου ακούγονταν φωνές και οι γκρίνιες των παιδιών που δεν είχαν προλάβει να κοιμηθούν. Μόλις ο ήλιος έκαιγε, σταματούσε και το μάζεμα , φύλλο – φύλλο.
Η συγκομιδή δεν γίνονταν μονομιάς….αλλά σε ορισμένα στάδια ανάλογα με την ωρίμανση των φύλλων του καπνού, που οι καπνοκαλλιεργητές ονόμαζαν «χέρια» Άλλοι κάνανε τέσσερα και άλλοι πέντε όπως παρακάτω:
α. Τα πατόφυλλα, τα πρώτα φύλλα, αυτά που ήταν πιο κοντά στον «πάτο» του φυτού
β. το δεύτερο χέρι, ήταν η χαρά του καθενός, καθ΄ όσον ήταν τα μεγαλύτερα φύλλα, αυτά που σπάζονταν με ιδιαίτερη ευκολία, οι Θρακιώτες το λέγανε «μάννα»
γ.Το τρίτο χέρι απέδιδε την μεγαλύτερη ποσότητα (Κουβαλαμά)
δ. Ακολουθούσε το «ούτσαλντι», ως τέταρτο χέρι
ε. Τα «ούτσια» ή «ουτσάκι» που ήταν τα μικρότερα φύλλα, τα πιο φρέσκα, αυτά που έβγαιναν στην κορυφή και έδιναν το καλύτερο άρωμα.
Τα φύλλα αραδιάζονταν με επιμέλεια, στις γραμμές των φυτών και μόλις χάραζε, ένας από την οικογένεια, τα μάζευε και με επιμέλεια τα τοποθετούσε, στα τελάρα και στα κοφίνια.
Πολλοί έκαναν με το ξημέρωμα, μια στάση,ή το τραπέζι τους περίμενε στο σπίτι. προκειμένου να κολατσίσουν, όχι σπουδαία πράγματα, αλλά η φρέσκια ντομάτα, το σαλάμι, το χωριάτικο τυρί, καρπούζι και ψωμί, ήταν συνήθως οι μυρωδιές του έκρυβε ο μποξάς.
Άλλοτε χωρίς σταμάτημα και άλλοτε με παύσεις για να γίνουν κάποιες εκκρεμείς δουλειές, να πλυθούν τα χέρια για να φύγει το κολλημένο κατράμι, ακολουθούσε το βελόνιασμα, το «μπούρλιασμα» ή κατά τους Θρακιώτες το «ζίτεμα» Χρησιμοποιώντας, μικρές και μεγάλες βελόνες, περίπου μισού μέτρου, περνούσαν ένα- ένα τα φύλλα του καπνού από το κοτσάνι.
Μια εργασία που μπορούσε να διαρκέσει και ολόκληρη την ημέρα. Στην συνέχεια τα έφτιαχναν ράμματα (σαρίκια) με σπάγκους γύρω στα 2 μέτρα και τα κρεμούσαν σε ξύλινες τάβλες (ράμκες), ή βέργες, λιάστρες ή σκηνές. Τις μεγάλες σκηνές τις σκέπαζαν
με ειδικά νάιλον για την αποφυγή της κακοκαιρίας, ενώ οι βέργες και οι λιάστρες εύκολα μετακινούνταν. Τα κρεμασμένα φύλλα καπνού, στέγνωναν στον ήλιο, ξεραίνονταν σε τρεις- τέσσερις ημέρες .
Ένα από τα χαρακτηριστικά του βελονιάσματος ,
ήταν ο συναγωνισμός των οικογενειών (για καλαμπούρι συνήθως ) όσο αφορά το τελείωμα της ημερήσιας εργασίας, ή ο συναγωνισμός μεταξύ των παιδιών, όσο αφορά τις περισσότερες βελόνες ή σαρίκια. Βέβαια κάποια στοιχεία χάθηκαν με την εμφάνιση των ραπτικών μηχανών καπνού.
Αυτή η περίοδος της συγκομιδής, διαρκούσε μέχρι και το τέλος του Σεπτεμβρίου, αν και για πολλές οικογένειες η συγκομιδή έφτανε μέχρι και τα μέσα του Οκτώβρη.
Η συγκομιδή του καπνού αποτελούσε ίσως την κοπιαστικότερη φάση της καλλιέργειας του καπνού. Ξεκινούσε από τα χαράματα κάθε ημέρας, επειδή το σπάσιμο των φύλλων, απαιτούσε να γίνεται με υγροποιημένη τον κορμό τους, ώστε να είναι στητά και μόνο κατά την διάρκεια της ημέρας μπορούσε να επιτευχθεί και για ένα μικρό κομμάτι του πρωινού.
Όταν ο ήλιος προχωρούσε, τα φύλλα μαραίνονταν και η συγκομιδή ήταν ιδιαίτερα βασανιστική. Με την βοήθεια απλών φαναριών (με πετρέλαιο) ή των λεγόμενων Λουξ, που οι δυνατότητές τους ήταν απείρως μεγαλύτερες ξεκινούσαν μετά τα μεσάνυχτα οι αγρότες, με τα κάρα και αργότερα με τα τρακτέρ.
Ο κάμπος και οι λόφοι του Στρυμονικού φεγγοβολούσαν από το φως του φεγγαριού κάπου – κάπου ακούγονταν φωνές και οι γκρίνιες των παιδιών που δεν είχαν προλάβει να κοιμηθούν. Μόλις ο ήλιος έκαιγε, σταματούσε και το μάζεμα , φύλλο – φύλλο.
Η συγκομιδή δεν γίνονταν μονομιάς….αλλά σε ορισμένα στάδια ανάλογα με την ωρίμανση των φύλλων του καπνού, που οι καπνοκαλλιεργητές ονόμαζαν «χέρια» Άλλοι κάνανε τέσσερα και άλλοι πέντε όπως παρακάτω:
α. Τα πατόφυλλα, τα πρώτα φύλλα, αυτά που ήταν πιο κοντά στον «πάτο» του φυτού
β. το δεύτερο χέρι, ήταν η χαρά του καθενός, καθ΄ όσον ήταν τα μεγαλύτερα φύλλα, αυτά που σπάζονταν με ιδιαίτερη ευκολία, οι Θρακιώτες το λέγανε «μάννα»
γ.Το τρίτο χέρι απέδιδε την μεγαλύτερη ποσότητα (Κουβαλαμά)
δ. Ακολουθούσε το «ούτσαλντι», ως τέταρτο χέρι
ε. Τα «ούτσια» ή «ουτσάκι» που ήταν τα μικρότερα φύλλα, τα πιο φρέσκα, αυτά που έβγαιναν στην κορυφή και έδιναν το καλύτερο άρωμα.
Τα φύλλα αραδιάζονταν με επιμέλεια, στις γραμμές των φυτών και μόλις χάραζε, ένας από την οικογένεια, τα μάζευε και με επιμέλεια τα τοποθετούσε, στα τελάρα και στα κοφίνια.
Το «Μπούρλιασμα»
Πολλοί έκαναν με το ξημέρωμα, μια στάση,ή το τραπέζι τους περίμενε στο σπίτι. προκειμένου να κολατσίσουν, όχι σπουδαία πράγματα, αλλά η φρέσκια ντομάτα, το σαλάμι, το χωριάτικο τυρί, καρπούζι και ψωμί, ήταν συνήθως οι μυρωδιές του έκρυβε ο μποξάς.
Άλλοτε χωρίς σταμάτημα και άλλοτε με παύσεις για να γίνουν κάποιες εκκρεμείς δουλειές, να πλυθούν τα χέρια για να φύγει το κολλημένο κατράμι, ακολουθούσε το βελόνιασμα, το «μπούρλιασμα» ή κατά τους Θρακιώτες το «ζίτεμα» Χρησιμοποιώντας, μικρές και μεγάλες βελόνες, περίπου μισού μέτρου, περνούσαν ένα- ένα τα φύλλα του καπνού από το κοτσάνι.
Μια εργασία που μπορούσε να διαρκέσει και ολόκληρη την ημέρα. Στην συνέχεια τα έφτιαχναν ράμματα (σαρίκια) με σπάγκους γύρω στα 2 μέτρα και τα κρεμούσαν σε ξύλινες τάβλες (ράμκες), ή βέργες, λιάστρες ή σκηνές. Τις μεγάλες σκηνές τις σκέπαζαν
με ειδικά νάιλον για την αποφυγή της κακοκαιρίας, ενώ οι βέργες και οι λιάστρες εύκολα μετακινούνταν. Τα κρεμασμένα φύλλα καπνού, στέγνωναν στον ήλιο, ξεραίνονταν σε τρεις- τέσσερις ημέρες .
Ένα από τα χαρακτηριστικά του βελονιάσματος ,
ήταν ο συναγωνισμός των οικογενειών (για καλαμπούρι συνήθως ) όσο αφορά το τελείωμα της ημερήσιας εργασίας, ή ο συναγωνισμός μεταξύ των παιδιών, όσο αφορά τις περισσότερες βελόνες ή σαρίκια. Βέβαια κάποια στοιχεία χάθηκαν με την εμφάνιση των ραπτικών μηχανών καπνού.
Αυτή η περίοδος της συγκομιδής, διαρκούσε μέχρι και το τέλος του Σεπτεμβρίου, αν και για πολλές οικογένειες η συγκομιδή έφτανε μέχρι και τα μέσα του Οκτώβρη.