Απίστευτη γνώση από τους παππούδες μας , δείτε 41 εργαλεία που χρησιμοποιούσαν πραγματικός πλούτος αυτάρκειας και οικονομίας
Κάθε στάμενος νοικοκύρης τσ΄εποχής μου, είπρεπε νάχει στο σπίτι του απούλα τα καλά του θεού, είπρεπε νάχει και κάθε λοής ζούμπερο, και ούλα τα μπράτη και τα κασουμάντερα για να κάνει τσοι δουλειές του.
Τα χρειαζούμενα τση κάθε δουλειάς είπρεπε να παραπαντίζουνται όντε δεν εχειάζουντανε, μα είπρεπε ναναι έτοιμα να κάνουνε τη δουλειά ντως οι νοικοκύρηδες άμα θελα τωσε χρειγιαστεί.
Γεωργικά εργαλεία, οικιακά εργαλεία, είτονε, όπως και σήμερο, απαραίτητα για τσοι καθημερινές ασχολίες. Πολλά από αυτά έχουν αποσυρθεί από τη χρήση έχοντας αντικατασταθεί με πιό σύγχρονα, είτε και περιπέσει σε αχρηστία, από τη βιομηχανική εξέλιξηl και τυποποίηση. Παρακάτω θα προσπαθήσω να θυμηθούμενε καμπόσα από αυτά τα χρειαζούμενα τσ΄εποχής μου.
“Από κακό χρειαζούμενο δουλειά δεν απολείπει” Παροιμιώδης φράση, που απλά τόνιζε την αναγκαιότητα της ύπαρξης διάφορων χρειαζούμενων σε κάθε νοικοκυριό (Κουτσά-στραβά, και το κακό εργαλείο κάνει τη δουλειά του στην ανάγκη). Οι εναλλακτικές λύσεις που απλόχερα προσφέρει σήμερο ο εκσυγχρονισμός δεν υπήρχαν, μα ούτε και
τα οικονομικά της εποχής επέτρεπαν την εύκολη αντικατάσταση των φθειρόμενων αντικειμένων.
Τα χρειαζούμενα τση κάθε δουλειάς είπρεπε να παραπαντίζουνται όντε δεν εχειάζουντανε, μα είπρεπε ναναι έτοιμα να κάνουνε τη δουλειά ντως οι νοικοκύρηδες άμα θελα τωσε χρειγιαστεί.
Γεωργικά εργαλεία, οικιακά εργαλεία, είτονε, όπως και σήμερο, απαραίτητα για τσοι καθημερινές ασχολίες. Πολλά από αυτά έχουν αποσυρθεί από τη χρήση έχοντας αντικατασταθεί με πιό σύγχρονα, είτε και περιπέσει σε αχρηστία, από τη βιομηχανική εξέλιξηl και τυποποίηση. Παρακάτω θα προσπαθήσω να θυμηθούμενε καμπόσα από αυτά τα χρειαζούμενα τσ΄εποχής μου.
“Από κακό χρειαζούμενο δουλειά δεν απολείπει” Παροιμιώδης φράση, που απλά τόνιζε την αναγκαιότητα της ύπαρξης διάφορων χρειαζούμενων σε κάθε νοικοκυριό (Κουτσά-στραβά, και το κακό εργαλείο κάνει τη δουλειά του στην ανάγκη). Οι εναλλακτικές λύσεις που απλόχερα προσφέρει σήμερο ο εκσυγχρονισμός δεν υπήρχαν, μα ούτε και
τα οικονομικά της εποχής επέτρεπαν την εύκολη αντικατάσταση των φθειρόμενων αντικειμένων.
Στην εξέλιξη τση κάθε αναφοράς, θωρείτεντο και αμοναχοί σας, πώς όσοι έχουμε μνήμες από τα αντίστοιχα εργαλεία, καθένα από αυτά ξεθάβει αναμνήσεις: σαν το λύχνο, την τραμιτζάνα, το λαμπόγυαλο, το πιθάρι, την κουρούπα, το λαδοκούρουπο, τη σκαλίδα, το φούρνο κλπ. Κέφι νάχετε να σκαλίζετε σαν τ΄αθοκάτσουλα και τη δική σας μνήμη…
Ο ΛΥΧΝΟΣ
Ο λύχνος στο λυχνοστάτη. Μιας και τα μέρη μας είχανε πάντα ελαιόλαδο, το μόνο επιπλέον υλικό που μας χρειαζότανε, είτονε λίγο μπαμπάκι. Και όσο και να φαίνεται περίεργο, οι προνοητικοί νοικοκύρηδες πολλές φορές έφταναν να φυτεύουν μερικές μπαμπακιές με μοναδικό στόχο την …παραγωγή μπαμπακιού, τόσου, όσο θα τους επέτρεπε να φτιάχνουν φυτίλια για το λύχνο τους…. Αυτό από μόνο του υποδηλοί και τη δυσκολία του εμπορίου εκείνων των χρόνων, μα και την τάση ανεξαρτησίας από το, τότε λειψό, εμπόριο.
Ο λύχνος αποτελούσε το φωτιστικό καθημερινής χρήσης στα χρόνια μου στο χωργιό, ενώ το επισημότερο ήταν η λάμπα πετρελαίου. Σε δύσκολες καιρικές συνθήκες χρήσιμο φωτιστικό είτονε το φανάρι, ενώ σε ειδικές συνθήκες, χρησιμοποιούσανε πυροφάνι.
“Περί λύχνων αφάς”. Είχαμενε πει και αλλού, πως οι προσδιορισμοί ώρας δεν εγίνουντανε με τα, έτσι κι΄αλλιώς, σπάνια ρολόγια εκείνη την εποχή, ενώ τα πράγματα παλιότερα είταν ακόμη χειρότερα. Η παραπάνω λοιπόν λόγια φράση (=ώρα που ανάβουμε τα λυχνάρια) υποδήλωνε το σούρουπο. Και ενώ η ανωτέρω φράση ήταν γνωστή και προσφιλής στους λογίους, οι αμόρφωτοι πολλές φορές γινόντουσαν πηγή ανέκδοτου, παρερμηνεύοντας τα παρπάνω….
“- Γροικάς μπρε Πολυξένη εκειονέ το μαγαρισμένο το συμπεθεράκι μου, απού σπουδάζει στη χώρα, , μούπενε να φάω το λύχνο…(Για τους …μη λόγιους: η φράση περί λύχνων αφάς = ώρα που ανάβουμε το λύχνο, μπορούσε να γίνει αντιληπτή ακουστικά από τους μη γραμματισμένους σαν: περί λύχνω-ναφάς !!!= … λύχνο να φάς!) Είντα τούκανα, να μου πει ετουτεινά την κουβέντα… Εγώ τούπα να μπει στο σπίτι να τονε τρατάρω μιά ρακή, να δει και τσ΄αποδέλοιπους, και να γυρίσει να μου πει πως θα νέρθει αποσπέρας λέει, να φάω το λύχνο…. , δεν εκατάλαβα και καλά πώς κιαολιάς μου τόπε…. Το λύχνο να φάς; Δεν εκατάλαβα και καλά… Δεν κατέχω είντα σόι γράμματα ήμαθε εκειά που πάει, μα λόπως έχουνε δίκιο εκεινοινά που λένε: άθρωπος γραμματισμένος, γάιδαρος, ξετελεμένος…”
Ο λύχνος είχενε ανάγκη μόνο από λάδι και φτύλι. Σημαντικό, χωρίς νάναι αναγκαίο, είτανε το ξεπασουλιστήρι, συνήθως ένα ξυλάκι που καθαρίζαμε (=εξεπασουλίζαμε) το αναμένο φυτίλι του λύχνου για να ζωηρέψει η φλόγα. Δεν είχενε λοιπόν άλλη χρήση το ξεπασουλιστήρι, παρά μόνο σαν παρελκόμενο του λύχνου, άρα πήγαιναν μπάντα μαζύ. Έχοντας υπόψιν αυτό, το …μπικιχτίρι* τση καλής παρέας, θέλοντας να μπικίξει (=πειράξει) μειωτικά το δεύτερο στο χορό, ήλεγε τη μαντινάδα:
Μα στην ομπρός μεργιά κρατεί ο λύχνος με το φτύλι // και απο πίσω ντου κλουθά το ξεπασουλιστήρι.
ΛΑΜΠΑ ΠΕΤΡΕΛΑΙΟΥ
Ο επίσημος φωτισμός τα χρόνια του 1950-60 γινόταν με τέτοιες λάμπες. Τα δυο ακραία μοντέλα είχαν ειδική προέκταση, από όπου μπορούσε να κρεμιέται στον τοίχο. Η λάμπες αυτής της τεχνολογίας έχουν, όπως και οι σημερινές αντίστοιχες, μια περιστρεφόμενη βιδα, που ανεβοκατεβάζει το φυτίλι, αυξομειώνοντας αντίστοιχα το φωτισμό. Και μιάς και εκείνα τα χρόνια, οι πηγές μηχανικού θορύβου είτανε ανύπαρκτες, ο ρομαντισμός στη σιγαλιά της νύχτας επέτρεπε τις γνωστές μεν, εγκαταλελειμένες δε, καντάδες. Έλεγε λοιπόν ο ερωτοχτυπημένος νεαρός, περνώντας το βράδυ από το στενό τση κοπελιάς του, τη μαντινάδα:
“Ψηλώσετε τη λάμπα σας, να φέγγω να περάσω // γιατείμαι ξενοχωργιανός , το δρόμο να μη χάσω”
Ένα από τα πρώτα δείγματα … ανάκαμψης της ποιότητας ζωής εκείνων των χρόνων, ήταν η καθημερινή χρήση της λάμπας πετρελαίου σαν φωτιστικού, έναντι του λύχνου. Σοβαρό μειονέκτημα αποτελούσε το το λαμπόγυαλο (Προφ: mp ;όχι b) αρκετά εύθραυστο και κάθε νται-ντάι είπρεπε να τρέχομε στο μπακάλικο να πάρομε καινούργιο: Εγροίκας την Περισεφόνη να φωνιάζει του Μανωλιού: -Δε θα φάς αντράκι μου τ΄αυγό τσ΄ όρνιθας δυο τρεις μέρες, να τα μαζώξωμε να τα δόσομε του μπακάλη να σου δόσει ένα λαμπόγυαλο και δυο απιθαμές λάστιχο να σου βάλω στό σώβρακό σου , απου σου πέφτει ούλη την ώρα. Μόνο να προσέχεις να μην το χαρκέψεις* πάλι σαν και τουτονέ. Έμεινε τελικά απόκεινα τα χρόνια η φράση: τάκανε λαμπόγυαλα ενοώντας πως έσπασε, μεταφορικά ή πραγματικά, κάτι.
(Χαρκεύω =χαλκεύω =επεξεργάζομαι τον χαλκό. Εδώ ειρωνικά, όπως και για κάθε γυάλινο σκεύος: το χαρκεύω=σπαζω, μιάς και δεν επιδέχεται το γυαλί επεξεργασία μέ …χάλκευση)
Ο ΛΥΧΝΟΣ
Ο λύχνος στο λυχνοστάτη. Μιας και τα μέρη μας είχανε πάντα ελαιόλαδο, το μόνο επιπλέον υλικό που μας χρειαζότανε, είτονε λίγο μπαμπάκι. Και όσο και να φαίνεται περίεργο, οι προνοητικοί νοικοκύρηδες πολλές φορές έφταναν να φυτεύουν μερικές μπαμπακιές με μοναδικό στόχο την …παραγωγή μπαμπακιού, τόσου, όσο θα τους επέτρεπε να φτιάχνουν φυτίλια για το λύχνο τους…. Αυτό από μόνο του υποδηλοί και τη δυσκολία του εμπορίου εκείνων των χρόνων, μα και την τάση ανεξαρτησίας από το, τότε λειψό, εμπόριο.
Ο λύχνος αποτελούσε το φωτιστικό καθημερινής χρήσης στα χρόνια μου στο χωργιό, ενώ το επισημότερο ήταν η λάμπα πετρελαίου. Σε δύσκολες καιρικές συνθήκες χρήσιμο φωτιστικό είτονε το φανάρι, ενώ σε ειδικές συνθήκες, χρησιμοποιούσανε πυροφάνι.
“Περί λύχνων αφάς”. Είχαμενε πει και αλλού, πως οι προσδιορισμοί ώρας δεν εγίνουντανε με τα, έτσι κι΄αλλιώς, σπάνια ρολόγια εκείνη την εποχή, ενώ τα πράγματα παλιότερα είταν ακόμη χειρότερα. Η παραπάνω λοιπόν λόγια φράση (=ώρα που ανάβουμε τα λυχνάρια) υποδήλωνε το σούρουπο. Και ενώ η ανωτέρω φράση ήταν γνωστή και προσφιλής στους λογίους, οι αμόρφωτοι πολλές φορές γινόντουσαν πηγή ανέκδοτου, παρερμηνεύοντας τα παρπάνω….
“- Γροικάς μπρε Πολυξένη εκειονέ το μαγαρισμένο το συμπεθεράκι μου, απού σπουδάζει στη χώρα, , μούπενε να φάω το λύχνο…(Για τους …μη λόγιους: η φράση περί λύχνων αφάς = ώρα που ανάβουμε το λύχνο, μπορούσε να γίνει αντιληπτή ακουστικά από τους μη γραμματισμένους σαν: περί λύχνω-ναφάς !!!= … λύχνο να φάς!) Είντα τούκανα, να μου πει ετουτεινά την κουβέντα… Εγώ τούπα να μπει στο σπίτι να τονε τρατάρω μιά ρακή, να δει και τσ΄αποδέλοιπους, και να γυρίσει να μου πει πως θα νέρθει αποσπέρας λέει, να φάω το λύχνο…. , δεν εκατάλαβα και καλά πώς κιαολιάς μου τόπε…. Το λύχνο να φάς; Δεν εκατάλαβα και καλά… Δεν κατέχω είντα σόι γράμματα ήμαθε εκειά που πάει, μα λόπως έχουνε δίκιο εκεινοινά που λένε: άθρωπος γραμματισμένος, γάιδαρος, ξετελεμένος…”
Ο λύχνος είχενε ανάγκη μόνο από λάδι και φτύλι. Σημαντικό, χωρίς νάναι αναγκαίο, είτανε το ξεπασουλιστήρι, συνήθως ένα ξυλάκι που καθαρίζαμε (=εξεπασουλίζαμε) το αναμένο φυτίλι του λύχνου για να ζωηρέψει η φλόγα. Δεν είχενε λοιπόν άλλη χρήση το ξεπασουλιστήρι, παρά μόνο σαν παρελκόμενο του λύχνου, άρα πήγαιναν μπάντα μαζύ. Έχοντας υπόψιν αυτό, το …μπικιχτίρι* τση καλής παρέας, θέλοντας να μπικίξει (=πειράξει) μειωτικά το δεύτερο στο χορό, ήλεγε τη μαντινάδα:
Μα στην ομπρός μεργιά κρατεί ο λύχνος με το φτύλι // και απο πίσω ντου κλουθά το ξεπασουλιστήρι.
ΛΑΜΠΑ ΠΕΤΡΕΛΑΙΟΥ
Ο επίσημος φωτισμός τα χρόνια του 1950-60 γινόταν με τέτοιες λάμπες. Τα δυο ακραία μοντέλα είχαν ειδική προέκταση, από όπου μπορούσε να κρεμιέται στον τοίχο. Η λάμπες αυτής της τεχνολογίας έχουν, όπως και οι σημερινές αντίστοιχες, μια περιστρεφόμενη βιδα, που ανεβοκατεβάζει το φυτίλι, αυξομειώνοντας αντίστοιχα το φωτισμό. Και μιάς και εκείνα τα χρόνια, οι πηγές μηχανικού θορύβου είτανε ανύπαρκτες, ο ρομαντισμός στη σιγαλιά της νύχτας επέτρεπε τις γνωστές μεν, εγκαταλελειμένες δε, καντάδες. Έλεγε λοιπόν ο ερωτοχτυπημένος νεαρός, περνώντας το βράδυ από το στενό τση κοπελιάς του, τη μαντινάδα:
“Ψηλώσετε τη λάμπα σας, να φέγγω να περάσω // γιατείμαι ξενοχωργιανός , το δρόμο να μη χάσω”
Ένα από τα πρώτα δείγματα … ανάκαμψης της ποιότητας ζωής εκείνων των χρόνων, ήταν η καθημερινή χρήση της λάμπας πετρελαίου σαν φωτιστικού, έναντι του λύχνου. Σοβαρό μειονέκτημα αποτελούσε το το λαμπόγυαλο (Προφ: mp ;όχι b) αρκετά εύθραυστο και κάθε νται-ντάι είπρεπε να τρέχομε στο μπακάλικο να πάρομε καινούργιο: Εγροίκας την Περισεφόνη να φωνιάζει του Μανωλιού: -Δε θα φάς αντράκι μου τ΄αυγό τσ΄ όρνιθας δυο τρεις μέρες, να τα μαζώξωμε να τα δόσομε του μπακάλη να σου δόσει ένα λαμπόγυαλο και δυο απιθαμές λάστιχο να σου βάλω στό σώβρακό σου , απου σου πέφτει ούλη την ώρα. Μόνο να προσέχεις να μην το χαρκέψεις* πάλι σαν και τουτονέ. Έμεινε τελικά απόκεινα τα χρόνια η φράση: τάκανε λαμπόγυαλα ενοώντας πως έσπασε, μεταφορικά ή πραγματικά, κάτι.
(Χαρκεύω =χαλκεύω =επεξεργάζομαι τον χαλκό. Εδώ ειρωνικά, όπως και για κάθε γυάλινο σκεύος: το χαρκεύω=σπαζω, μιάς και δεν επιδέχεται το γυαλί επεξεργασία μέ …χάλκευση)
ΤΟ ΛΟΥΞΙ
Το λούξι δεν είτονε κιαολιάς οικιακό εφόδιο. Φαίνεται πως είτονε ακριβό το φωτιστικό πετρέλαιο τα πρώτα μετακατοχικά χρόνια, και στα μεν σπίθα είχαμενε σαν φωτισμό πολυτελείας τη λάμπα φωτιστικού πετρελαίου, ενώ στα καφενεία είχανε τα λούξα τση φωτογραφίας.
Στη βάση του είχενε μιά κλειστή δεξαμενή που χώραγε περίπου 1 λίτρο φωτιστικό πετρέλαιο με μιά αντλία-τρόμπα πίεσης. Με ‘ενα μεταλικό σωλήνα το πετρέλαιο πήγαινε πάνω σε μιά έξοδο που υπήρχε ένα πλέγμα άκαυτου αμιάντου, αφού όμως περνούσε από την ήδη αναμένη φλόγα. Αποτέλεσμα ήταν το πετρέλαιο υπό πίεση να εξαερώνεται, να περνά μέσα από τον αμίαντο σαν λεπτό νέφος, που αμέσως καιγότανε με μιά λαμπρή φλόγα, με έντονη φωτεινότητα.
Το λούξι δεν είτονε κιαολιάς οικιακό εφόδιο. Φαίνεται πως είτονε ακριβό το φωτιστικό πετρέλαιο τα πρώτα μετακατοχικά χρόνια, και στα μεν σπίθα είχαμενε σαν φωτισμό πολυτελείας τη λάμπα φωτιστικού πετρελαίου, ενώ στα καφενεία είχανε τα λούξα τση φωτογραφίας.
Στη βάση του είχενε μιά κλειστή δεξαμενή που χώραγε περίπου 1 λίτρο φωτιστικό πετρέλαιο με μιά αντλία-τρόμπα πίεσης. Με ‘ενα μεταλικό σωλήνα το πετρέλαιο πήγαινε πάνω σε μιά έξοδο που υπήρχε ένα πλέγμα άκαυτου αμιάντου, αφού όμως περνούσε από την ήδη αναμένη φλόγα. Αποτέλεσμα ήταν το πετρέλαιο υπό πίεση να εξαερώνεται, να περνά μέσα από τον αμίαντο σαν λεπτό νέφος, που αμέσως καιγότανε με μιά λαμπρή φλόγα, με έντονη φωτεινότητα.
ΤΟ ΦΕΝΕΡΙ
Το λαδοφάναρο είτονε εργαλείο πρώτης ανάγκης σε νοικοκυριά του καιρού μου. Η κατασκευή του είτονε από τσίγκο για να μη σκουργιάζει. Είτονε ασφαλές, από τη μια για να μη μεταδόσει τη φωθιά στο σταύλο, στον αχεργιώνα, στο κατώι – αποθήκη, και από την άλλη να μην το σβύνει ο αέρας.
Οντανείτονε σιγανός ο καιρός (παναπεί δεν φύσαγε καθόλου αέρας), είτονε εργαλείο κατάλληλο για τους χοχλιδολόγους και όσους αχελεύανε με την καβούλα, κατα που γράφουμε αλλού. Ακόμη, δουλειές απού είπρεπε να γίνονται συνεχώς μέχρι να τελέψουνε (π.χ. το πότισμα των κήπων και των αμπελιών όταν το νερό ήταν λιγοστό) θέλανε, ειδικά στη χασοφεγγαριά, το φανάρι γιατί οι ίδιοι οι νοικοκυραίοι αυτοσαρκάζόμενοι ελέγανε: “Τση νύχτας τη δουλειά, την θωρεί η μέρα και γελά”
Το λαδοφάναρο είτονε εργαλείο πρώτης ανάγκης σε νοικοκυριά του καιρού μου. Η κατασκευή του είτονε από τσίγκο για να μη σκουργιάζει. Είτονε ασφαλές, από τη μια για να μη μεταδόσει τη φωθιά στο σταύλο, στον αχεργιώνα, στο κατώι – αποθήκη, και από την άλλη να μην το σβύνει ο αέρας.
Οντανείτονε σιγανός ο καιρός (παναπεί δεν φύσαγε καθόλου αέρας), είτονε εργαλείο κατάλληλο για τους χοχλιδολόγους και όσους αχελεύανε με την καβούλα, κατα που γράφουμε αλλού. Ακόμη, δουλειές απού είπρεπε να γίνονται συνεχώς μέχρι να τελέψουνε (π.χ. το πότισμα των κήπων και των αμπελιών όταν το νερό ήταν λιγοστό) θέλανε, ειδικά στη χασοφεγγαριά, το φανάρι γιατί οι ίδιοι οι νοικοκυραίοι αυτοσαρκάζόμενοι ελέγανε: “Τση νύχτας τη δουλειά, την θωρεί η μέρα και γελά”
ΤΟ ΓΕΡΑΝΙ Όπως έχουμε και αλλού αναφέρει, στα μέρη μας υπήρχαν άφθονα τρεχούμενα νερά στην πεδιάδα. Όπου δεν ανέβαινε το τρεχούμενο νερό, αλλά η στάθμη του ήταν 1-5 μέτρα πιό κάτω, από τον κήπο, χρησιμοποιούσαμε διάφορες τεχνικές. Μιά τεχνική ήταν το γεράνι, γνωστό από την Αϊγυπτο και τη Μεσοποταμία. Στην παραγματικότητα ένας μοχλός βοηθούσε να ανασύρουμε το νερό 15-30 λίτρα σε κάθε κίνηση, από το χαμηλό σημείο, συνήθως πηγάδι, και να το αδειάσουμε στις αυλακιές του κήπου.
*
ΜΗΧΑΝΗΜΑ .Μιά πιό επαγγελματική κατασκευή ήταν τα μηχανήματα. Πολλοί Πετροκεφαλιανοί είχαν δυο ή και τρία αντίστοιχα μηχανήματα για συνεχή άντληση νερού από πηγάδια βάθους 3-8 μέτρων, με τη βοήθεια ενός γαιδουργιού.
*
*
*
Ο ΣΑΚΚΙΕΣ (διπλό κλικ στην εικόνα να τον δείτε σε video-λειτουργια στο 50″)
Ο Σακκιές, περίεργο όνομα, περίεργο εργαλείο που όμως είτανε το αντλητικό πολυτελείας στα μέρη μας όπου το νερό σε μιά ωρισμένη περιοχή έπρεπε να ανυψωθεί μόλις 2-5 μέτρα, για να ποτιστούν οι κήποι. Είτανε ένα σύστημα που αντλούσε νερό από πηγάδια μικρού βάθους, σε αρκετή ποσότητα, με τη βοήθεια ένος γαϊδουριού, ή ακόμα καλύτερα αλόγου ή μουλαργιού. Ο σακκιές του Παυλοευτύχιου (Ευτύχιος Γεωρ Παυλάκης 1898), του Τσουροστελιανού (Στυλιανός Εμμ. Σπυριδάκης 1900), του Μπιτσακογιάννη (Ιωωάννης Μιχ Μπιτσακάκης 1905), του Μπιτσακοστρατή (Ευστράτιος Μπιτσακάκης 1880) και του Επιθεωρητή (Κων Δημ Μαρκάκης 1906) είναι από εκείνους που θυμάμαι καλύτερα. Όταν άρχισε να χαμηλώνει η στάθμη του νερού (μετά το 1970), δεν είτανε δυνατή η χρήση τους μιάς και όλο το σύστημα είτανε μιά πολύ βαριά μεταλική κατασκευή από μόνη της, οπότε είτανε δύσκολο να βγάζει νερό από μεγάλο βάθος.
Η ΤΟΥΛΟΥΜΠΑ
Τούρκικο όνομα της υδραντλίας (παλινδρομικής), που αναροφά νερό μερικά μέτρα κάτω από την επιφάνεια του εδάφους, από πηγάδια συνήθως. Τέτοια εργαλεία δεν είχαμε στο Πετροκεφάλι, παρά αρκετά αργά. Η Υδραντλία έκανε κενό σε μιά σωλήνα, που εσύνδεε την επιφάνεια του νερού (μερικά μέτρα κάτω από το έδαφος) με την επιφάνεια του εδάφους. Η Αντλία είχε βαλβίδα αντεπιστροφής, που κρατούσε το κενό, υποχρεώνοντας το νερό να άνέβει στην επιφάνεια και να τρέχει από το πλάι.
Αρχικά το νερό, για οικιακή χρήση, το βγάζαμε με το παραδοσιακό μαγγάνι, και με τη σβίγα. Μετά το 1967 όμως, που η στάθμη του νερού στην πεδιάδα άρχισε να κατεβαίνει, χρειάστηκε να φτιάξουμε ειδικές γεωτρήσεις (ψευτο-γεωτρήσεις), Βυθίζοντας μιά σωλήνα 2-3 ιντζών στο έδαφος, μέσα στο υδροφόρο στρώμα και σε βάθος 15-25 μέτρων. Η στάθμη του νερού είταν 6-8 μέτρα μέσα στο έδαφος, οπότε με τη βοήθεια μιας τουλούμπας αντλούσαν το νερό από τον υδροφόρο ορίζοντα μέχρι την επιφάνεια, και από κει, με τη βοήθεια μιας κάθετης διακλάδωσης στο σωλήνα με ένα ταυ, συνδεόταν μια άλλη αντλία, μηχανοκίνητη αυτή τη φορά, που αναλάμβανε να βγάζει και να διανέμει μεγάλες ποσότητες νερού Η Μηχανοκίνητες αυτές αντλίες ήταν φυγοκεντρικές-περιστροφικές και εκινούνταν μέ τα διάφορα βεζινοκίνητα ή πετρελαιοκινητα μοτέρ.
Στο χωργιό παρ΄ όλα αυτά, εχρησιμοποιηθήκανε οι τουλούμπες σε δυό κυρίως πηγάδια για ύδρευση: στο πηγάδι της κολύμπας και στο Σπυριδιανό πηγάδι. Στο Κουσανό ρυγιάκι ήταν ένα πηγάδι, που αντιστάθηκε αρκετά στην ξηρασία της περιόδου του 1965 και εξής. Επειδή ελιγόστεψε το νερό της Κουσανής βρύσης, οι Κουσανοί βάθυναν το πηγάδι αυτό και του έβαλαν μιά τουλούμπα, που για αρκετά χρόνια τροφοδοτούσε με πόσιμο νερό τους Κουσανούς. Περνώντας τα χρόνια, συνέβησαν δύο πράγματα:
Α. Η υπεράντληση λόγω των γεωργικών καλλιεργειών χαμήλωσε τη στάθμη του νερού σε όλο τον υδροφόρο ορίζοντα της πεδιάδας, με αποτέλεσμα οι αντλίες-τουλούμπες, που σύμφωνα με τους νόμους της φυσικής δεν μπορούν να αντλούν νερό, πρακτικά, κάτω από τα οκτώ μέτρα, δεν μπορούσαν να δουλέψουν, και
Β. Εξ αιτίας της βελτίωσης των κανόνων υγιεινής, με αυξημένη χρήση των απορρυπαντικών και παράλληλα την κατασκευή απορροφητικών βόθρων σε όλα τα σπίτια, είχαμε ταχύτατη μόλυνση του υδροφόρου ορίζοντα, που αυτόματα κατάργησε τα παντός είδους πηγάδια στο χωργιό. Έτσι, και οι ντουλούμπες εξαφανίστηκαν από τα μέρη μας, μιας και η άντληση νερού στην πεδιάδα καλύφθηκε από το δίκτυο του αναδασμού και τις μεγάλες γεωτρήσεις, τις δεξαμενές και τα δίκτυά τους.
Η ΣΚΑΛΙΔΑ
Μαζί με το σκαπέτι (τσαπα) η σκαλίδα είτονε το υπ αριθ 2 χρειαζούμενο του γεωργού στον τόπο μου. Από τι μιά γεροδεμένο τσαπί, και από την άλλη τσεκούρι έτοιμο να κόψει σκληρές ρίζες, καλάμια, θυμάρια, σχοινους, ακόμη και να σκάψει σκληρά εδάφη, όπου δεν γινότανε με την τσάπα.
Είτονε τόσονα χρησιμη και εργαλείο για σκληρές και κουραστικές δουλειες για τον αγρότη, που η πικρή του πείρα στα μέρη μας από τη χρήση της, αποτελούσε ένα μέτρο συνετισμού; εκφοβισμού; πίεσης; στα κοπελάκια τση γενιάς μου να διαβάζουνε. Εγροίκας λοιπόν τσοι πατεράδες μας: -Διαβαζε κακομοίση, γιατι α δεν μποϊβαστείς, θα τηνε κάνεις τη σκαλίδα και το σκαπέτι να μπαϊλαντήσουνε… Θωρείς τα χέργια μου τσοι πέτσες απούχουνε; Το λοιπός, ξά σου…
Τούρκικο όνομα της υδραντλίας (παλινδρομικής), που αναροφά νερό μερικά μέτρα κάτω από την επιφάνεια του εδάφους, από πηγάδια συνήθως. Τέτοια εργαλεία δεν είχαμε στο Πετροκεφάλι, παρά αρκετά αργά. Η Υδραντλία έκανε κενό σε μιά σωλήνα, που εσύνδεε την επιφάνεια του νερού (μερικά μέτρα κάτω από το έδαφος) με την επιφάνεια του εδάφους. Η Αντλία είχε βαλβίδα αντεπιστροφής, που κρατούσε το κενό, υποχρεώνοντας το νερό να άνέβει στην επιφάνεια και να τρέχει από το πλάι.
Αρχικά το νερό, για οικιακή χρήση, το βγάζαμε με το παραδοσιακό μαγγάνι, και με τη σβίγα. Μετά το 1967 όμως, που η στάθμη του νερού στην πεδιάδα άρχισε να κατεβαίνει, χρειάστηκε να φτιάξουμε ειδικές γεωτρήσεις (ψευτο-γεωτρήσεις), Βυθίζοντας μιά σωλήνα 2-3 ιντζών στο έδαφος, μέσα στο υδροφόρο στρώμα και σε βάθος 15-25 μέτρων. Η στάθμη του νερού είταν 6-8 μέτρα μέσα στο έδαφος, οπότε με τη βοήθεια μιας τουλούμπας αντλούσαν το νερό από τον υδροφόρο ορίζοντα μέχρι την επιφάνεια, και από κει, με τη βοήθεια μιας κάθετης διακλάδωσης στο σωλήνα με ένα ταυ, συνδεόταν μια άλλη αντλία, μηχανοκίνητη αυτή τη φορά, που αναλάμβανε να βγάζει και να διανέμει μεγάλες ποσότητες νερού Η Μηχανοκίνητες αυτές αντλίες ήταν φυγοκεντρικές-περιστροφικές και εκινούνταν μέ τα διάφορα βεζινοκίνητα ή πετρελαιοκινητα μοτέρ.
Στο χωργιό παρ΄ όλα αυτά, εχρησιμοποιηθήκανε οι τουλούμπες σε δυό κυρίως πηγάδια για ύδρευση: στο πηγάδι της κολύμπας και στο Σπυριδιανό πηγάδι. Στο Κουσανό ρυγιάκι ήταν ένα πηγάδι, που αντιστάθηκε αρκετά στην ξηρασία της περιόδου του 1965 και εξής. Επειδή ελιγόστεψε το νερό της Κουσανής βρύσης, οι Κουσανοί βάθυναν το πηγάδι αυτό και του έβαλαν μιά τουλούμπα, που για αρκετά χρόνια τροφοδοτούσε με πόσιμο νερό τους Κουσανούς. Περνώντας τα χρόνια, συνέβησαν δύο πράγματα:
Α. Η υπεράντληση λόγω των γεωργικών καλλιεργειών χαμήλωσε τη στάθμη του νερού σε όλο τον υδροφόρο ορίζοντα της πεδιάδας, με αποτέλεσμα οι αντλίες-τουλούμπες, που σύμφωνα με τους νόμους της φυσικής δεν μπορούν να αντλούν νερό, πρακτικά, κάτω από τα οκτώ μέτρα, δεν μπορούσαν να δουλέψουν, και
Β. Εξ αιτίας της βελτίωσης των κανόνων υγιεινής, με αυξημένη χρήση των απορρυπαντικών και παράλληλα την κατασκευή απορροφητικών βόθρων σε όλα τα σπίτια, είχαμε ταχύτατη μόλυνση του υδροφόρου ορίζοντα, που αυτόματα κατάργησε τα παντός είδους πηγάδια στο χωργιό. Έτσι, και οι ντουλούμπες εξαφανίστηκαν από τα μέρη μας, μιας και η άντληση νερού στην πεδιάδα καλύφθηκε από το δίκτυο του αναδασμού και τις μεγάλες γεωτρήσεις, τις δεξαμενές και τα δίκτυά τους.
Η ΣΚΑΛΙΔΑ
Μαζί με το σκαπέτι (τσαπα) η σκαλίδα είτονε το υπ αριθ 2 χρειαζούμενο του γεωργού στον τόπο μου. Από τι μιά γεροδεμένο τσαπί, και από την άλλη τσεκούρι έτοιμο να κόψει σκληρές ρίζες, καλάμια, θυμάρια, σχοινους, ακόμη και να σκάψει σκληρά εδάφη, όπου δεν γινότανε με την τσάπα.
Είτονε τόσονα χρησιμη και εργαλείο για σκληρές και κουραστικές δουλειες για τον αγρότη, που η πικρή του πείρα στα μέρη μας από τη χρήση της, αποτελούσε ένα μέτρο συνετισμού; εκφοβισμού; πίεσης; στα κοπελάκια τση γενιάς μου να διαβάζουνε. Εγροίκας λοιπόν τσοι πατεράδες μας: -Διαβαζε κακομοίση, γιατι α δεν μποϊβαστείς, θα τηνε κάνεις τη σκαλίδα και το σκαπέτι να μπαϊλαντήσουνε… Θωρείς τα χέργια μου τσοι πέτσες απούχουνε; Το λοιπός, ξά σου…
Ο ΧΕΙΡΟΜΥΛΟΣ
Ένα φεγγάρι ήμουτονε στη Γαλλία και μούκανε εντύπωση το muslie, ένα αραβόφερτο στη Γαλλία τρόφιμο που οι Γάλοι χρησιμοποιούσαν σε διάφορα μενού. Στην παλιά Ελλάδα ήτνονε επίσης διάσημο το πληγούρι. Εμεις το χωργιό δεν είχαμε ιδέα από το είδος αυτό, σε αντίθεση με το Χόντρο, που φυσικά ήτανε πολύ συνηθισμένο ζυμαρικό και στα μέρη μας. Προφανώς πρόκειται για το ίδιο πράγμα σε διάφορες παραλαγές, στάρι χοντροαλεσμένο για οποιαδήποτε χρήση, ειδικά σε ξερά κλίματα, που δεν χρειαζότανε κανενός είδους συντήρηση.
Είχενε η μάνα μου στην ευρύχωρη κουζίνα του πατρικού μου ένα μύλο σαν της φωτογραφίας αλλά αρκετά πιό περίτεχνο, περίπου 50-60 πόντοι διάμετρος, έπιανε η νοικοκερά το χερούλι και έριχνε το στάρι από την κεντρική τρύπα και περιέστρεφε την πάνω κινητή πέτρα του χειρόμυλου. Οι δυό πέτρες δεν τριβόντουσαν η μιά στην άλλη, τις κρατούσε σε κάποια απόσταση τη χελιδόνα, ενα ειδικά διαμορφωμένο σανίδι, που ερύθμιζε και πόσο πολύ θα έσπαγαν οι κόκκοι του σταριού (ψιλός ή λεπτός χόντρος).
«Ν’ αλέσω μπρε Ρινάκι μια ψημαθιά χόντρο;» εφώνιαζε η γειτόνισα τση μάνας μου, προβαίρνοντας από το πανωπόρτι. Συνηθισμένη κατάσταση οι τέτοιου είδους επισκέψεις και αλληλοεξυπηρετήσεις στα νιάτα μου και την εποχή μου.
Ο χόντρος, υποκατάστατο των ζυμαρικών, των μακαρονιών, του ρυζιού, που δεν υπήρχε λόγω δυσκολιών του εμπορίου, και γιά λόγους ποικιλίας του καθημερινού σιτιρεσίου της φαμελιάς, μαγειρευόταν με διάφορα είδη κρέατος, με χοχλιούς, ακόμη δε φτιάχνανε και πολύ νόστιμες πίτες, στο τιγάνι. Μούμεινε μιά πολύ ….πικάντικη μαντινάδα εκείνης τσ’ εποχής, ας τη θυμηθούμε κι΄αυτή:
«Σα ντη χειρομυλόπιτα, θα σε τουλουπανιάσω // να σε ρουφώ να σε φιλώ, μέχρι να σε χορτάσω.»
Η άλλη μη Κρητικη συνήθεια, ο τραχανάς, υλοποιούντανε και στα μέρη μας με την παραλαγή του ξινόχοντρου. Το πρόβλημα μας ήτονε πως έπρεπε να τονε παραπαντίζομε σε αρκετά ψηλό τόπο, συνήθως με σπάγο κρεμούσαμε μιά ντάβλα στα μεσοδόκια, και απλώναμε τον ξυνόχοντο μέχρι να ξεραθεί, γιατί εκειανά τα χρόνια δεν επεινούσαμε μόνο οι γιαθρώποι, μα κοι κάτες, και δεν αφίνανε πράμα…. Ακόμη θυμούμαι τον παππού μου τον Αλεξάκη το 1952-53 να κρατεί την κουτάλα στα καμαράκια και να κυνηγά το Κάτη ντου: «’Ε, να σου δόσει γαζέπι παντέρμε, και νάχα σε μπροκάμω …» Είχε βλέπεις ο ο μπαγάσας ο κάτης του παππού μου βάλει στο μάτι τη φρίσα πούχε φυλάξει στο τζάκι πάνω από την παρασθιά, δυό μέτρα ψιλά, ο παππούς μου. Ήντα τάθελε κι΄αυτός, 75 χρονών άθρωπος, τ΄αλμυρά, μετά δυό χρόνια έπαθε «ουρίαση» (προφανώς ουραιμία, νεφρική ανεπαρκεια) και υπέρταση και πόθανε στο σπίτι μας.
ΧΕΙΡΟΧΤΕΝΑ
ΤΑ ΧΕΙΡΟΧΤΕΝΑ
Ένα από τα βασικά εργαλεία τση νοικοκεράς Η προετοιμασία του μαλιού μετα το κουρεμα των ζωων απαιτούσε να δουλευτεί με τα χειρόκτενα, ώστε να μπορεί κατά τη νηματοποίηση με τη βοήθεια της ρόκας και του αρδαχτιού να φτιαχτεί ισόπαχη κλωστή.
*
*
*
ΜΙΤΟΧΤΕΝΑ
Εκτός από τα παραπάνω, τα χειρόκτενα, υπηρχαν και τα ΜΙΤΟΧΤΕΝΑ. Τα μιτόχτενα είναι εξάρτημα του αργαλειού, και στοχο έχουν να καθοδηγούν και να διασταυρώνουν το στιμόνι κατά τη διάρκεια της ύφανσης. Αυτή η διασταύρωση γινεται με τη βοήθεια των πατητήρων από την ανυφαντού. Εγροίκουνα τη μάνα μου, καλό γνώστη της υφαντικής τέχνης, να συζητά με τσοι γειτόνισες: “Ταχυτέρου θα νέρθει η Δεσποινιά του Γκιαούρη, η Σανταρμομαργώ, και η κουνιαδέτα μου, να τση μιτοχτενιάσομενε ενα κομμάτι φασίδι. Τση παντρειάς είναι οι ανηψές μου, και δεν έχει παίξει μουδε μιά πεταλιά, να τοσε καταστέσει τα προυκιά ντως. Πώς θα τσοι παντρέψει;” Το μιτοχτένιασμα είταν μιά περίπλοκη για τους αδαείς εργασία, κατα την οποία μιά-μιά κλωστή του επιμηκη άξονα ενός υφαντού περνιόταν σε αντίστοιχη θέση στο μιτόχτενο, και μετά μεταφερόταν στον αργαλειό, ώστε να αρχίσει η ύφανση, ξόμπλια κλπ. από την υφάντρα.
ΡΟΚΑ ΑΡΔΑΧΤΙ
ΡΟΚΑ-ΑΡΔΑΑΧΤΙ
Τα επόμενα εργαλεία για την παρασκευή του νήματος ήταν η ρόκα και το αρδάκτι. Σϊγουρα ήταν μιά δουλειά που ενώ στις έμπειρες γιναίκες γινόταν συνήθεια ήθελε παρά ταύτα αρκετή τέχνη και συντονισμό. Γιά φαντασθείτε μιά κλωσή πότε λεπτή και πότε πολύ χοντρή ! Το αποτέλεσμα του κλωσίματος δεν ήταν οπωσδήποτε θεαματικό, δεν έκανε μπούγιο… Εξ ού και ο ασχολούμενος αναποτελεσματικά και ατελέσφορα, υφίσταται τη δέουσα κριτική: Αυτός κλώθει, Τί κλωθογυρίζεις, Κλώθει δέκα ώρες για να τελειώσει μιάς ώρας δουλειά κλπ. Ακόμα, η προσεκτική ενασχόληση με το κλώσιμο δεν άφινε περιθώρια για παράλληλες ασχολίες. Αυτό ώθησε ώθησε τους θυμόσοφους παπούδες μας, να συνιστούν σε κάποιους, που ενώ έκανα μιά δουλειά , έχωναν τη μύτη τους και με αλλότρια, να τους παρατηρούν με τη γνωστή φράση: -Εσύ τη ρόκα σου !(τ.ε. : Εσύ ασχολήσου αποκλειστικά με τη δουλειά σου και σταμάτα να ανακατεύεσαι με τις δουλειές των άλλων!)
Ένα φεγγάρι ήμουτονε στη Γαλλία και μούκανε εντύπωση το muslie, ένα αραβόφερτο στη Γαλλία τρόφιμο που οι Γάλοι χρησιμοποιούσαν σε διάφορα μενού. Στην παλιά Ελλάδα ήτνονε επίσης διάσημο το πληγούρι. Εμεις το χωργιό δεν είχαμε ιδέα από το είδος αυτό, σε αντίθεση με το Χόντρο, που φυσικά ήτανε πολύ συνηθισμένο ζυμαρικό και στα μέρη μας. Προφανώς πρόκειται για το ίδιο πράγμα σε διάφορες παραλαγές, στάρι χοντροαλεσμένο για οποιαδήποτε χρήση, ειδικά σε ξερά κλίματα, που δεν χρειαζότανε κανενός είδους συντήρηση.
Είχενε η μάνα μου στην ευρύχωρη κουζίνα του πατρικού μου ένα μύλο σαν της φωτογραφίας αλλά αρκετά πιό περίτεχνο, περίπου 50-60 πόντοι διάμετρος, έπιανε η νοικοκερά το χερούλι και έριχνε το στάρι από την κεντρική τρύπα και περιέστρεφε την πάνω κινητή πέτρα του χειρόμυλου. Οι δυό πέτρες δεν τριβόντουσαν η μιά στην άλλη, τις κρατούσε σε κάποια απόσταση τη χελιδόνα, ενα ειδικά διαμορφωμένο σανίδι, που ερύθμιζε και πόσο πολύ θα έσπαγαν οι κόκκοι του σταριού (ψιλός ή λεπτός χόντρος).
«Ν’ αλέσω μπρε Ρινάκι μια ψημαθιά χόντρο;» εφώνιαζε η γειτόνισα τση μάνας μου, προβαίρνοντας από το πανωπόρτι. Συνηθισμένη κατάσταση οι τέτοιου είδους επισκέψεις και αλληλοεξυπηρετήσεις στα νιάτα μου και την εποχή μου.
Ο χόντρος, υποκατάστατο των ζυμαρικών, των μακαρονιών, του ρυζιού, που δεν υπήρχε λόγω δυσκολιών του εμπορίου, και γιά λόγους ποικιλίας του καθημερινού σιτιρεσίου της φαμελιάς, μαγειρευόταν με διάφορα είδη κρέατος, με χοχλιούς, ακόμη δε φτιάχνανε και πολύ νόστιμες πίτες, στο τιγάνι. Μούμεινε μιά πολύ ….πικάντικη μαντινάδα εκείνης τσ’ εποχής, ας τη θυμηθούμε κι΄αυτή:
«Σα ντη χειρομυλόπιτα, θα σε τουλουπανιάσω // να σε ρουφώ να σε φιλώ, μέχρι να σε χορτάσω.»
Η άλλη μη Κρητικη συνήθεια, ο τραχανάς, υλοποιούντανε και στα μέρη μας με την παραλαγή του ξινόχοντρου. Το πρόβλημα μας ήτονε πως έπρεπε να τονε παραπαντίζομε σε αρκετά ψηλό τόπο, συνήθως με σπάγο κρεμούσαμε μιά ντάβλα στα μεσοδόκια, και απλώναμε τον ξυνόχοντο μέχρι να ξεραθεί, γιατί εκειανά τα χρόνια δεν επεινούσαμε μόνο οι γιαθρώποι, μα κοι κάτες, και δεν αφίνανε πράμα…. Ακόμη θυμούμαι τον παππού μου τον Αλεξάκη το 1952-53 να κρατεί την κουτάλα στα καμαράκια και να κυνηγά το Κάτη ντου: «’Ε, να σου δόσει γαζέπι παντέρμε, και νάχα σε μπροκάμω …» Είχε βλέπεις ο ο μπαγάσας ο κάτης του παππού μου βάλει στο μάτι τη φρίσα πούχε φυλάξει στο τζάκι πάνω από την παρασθιά, δυό μέτρα ψιλά, ο παππούς μου. Ήντα τάθελε κι΄αυτός, 75 χρονών άθρωπος, τ΄αλμυρά, μετά δυό χρόνια έπαθε «ουρίαση» (προφανώς ουραιμία, νεφρική ανεπαρκεια) και υπέρταση και πόθανε στο σπίτι μας.
ΧΕΙΡΟΧΤΕΝΑ
ΤΑ ΧΕΙΡΟΧΤΕΝΑ
Ένα από τα βασικά εργαλεία τση νοικοκεράς Η προετοιμασία του μαλιού μετα το κουρεμα των ζωων απαιτούσε να δουλευτεί με τα χειρόκτενα, ώστε να μπορεί κατά τη νηματοποίηση με τη βοήθεια της ρόκας και του αρδαχτιού να φτιαχτεί ισόπαχη κλωστή.
*
*
*
ΜΙΤΟΧΤΕΝΑ
Εκτός από τα παραπάνω, τα χειρόκτενα, υπηρχαν και τα ΜΙΤΟΧΤΕΝΑ. Τα μιτόχτενα είναι εξάρτημα του αργαλειού, και στοχο έχουν να καθοδηγούν και να διασταυρώνουν το στιμόνι κατά τη διάρκεια της ύφανσης. Αυτή η διασταύρωση γινεται με τη βοήθεια των πατητήρων από την ανυφαντού. Εγροίκουνα τη μάνα μου, καλό γνώστη της υφαντικής τέχνης, να συζητά με τσοι γειτόνισες: “Ταχυτέρου θα νέρθει η Δεσποινιά του Γκιαούρη, η Σανταρμομαργώ, και η κουνιαδέτα μου, να τση μιτοχτενιάσομενε ενα κομμάτι φασίδι. Τση παντρειάς είναι οι ανηψές μου, και δεν έχει παίξει μουδε μιά πεταλιά, να τοσε καταστέσει τα προυκιά ντως. Πώς θα τσοι παντρέψει;” Το μιτοχτένιασμα είταν μιά περίπλοκη για τους αδαείς εργασία, κατα την οποία μιά-μιά κλωστή του επιμηκη άξονα ενός υφαντού περνιόταν σε αντίστοιχη θέση στο μιτόχτενο, και μετά μεταφερόταν στον αργαλειό, ώστε να αρχίσει η ύφανση, ξόμπλια κλπ. από την υφάντρα.
ΡΟΚΑ ΑΡΔΑΧΤΙ
ΡΟΚΑ-ΑΡΔΑΑΧΤΙ
Τα επόμενα εργαλεία για την παρασκευή του νήματος ήταν η ρόκα και το αρδάκτι. Σϊγουρα ήταν μιά δουλειά που ενώ στις έμπειρες γιναίκες γινόταν συνήθεια ήθελε παρά ταύτα αρκετή τέχνη και συντονισμό. Γιά φαντασθείτε μιά κλωσή πότε λεπτή και πότε πολύ χοντρή ! Το αποτέλεσμα του κλωσίματος δεν ήταν οπωσδήποτε θεαματικό, δεν έκανε μπούγιο… Εξ ού και ο ασχολούμενος αναποτελεσματικά και ατελέσφορα, υφίσταται τη δέουσα κριτική: Αυτός κλώθει, Τί κλωθογυρίζεις, Κλώθει δέκα ώρες για να τελειώσει μιάς ώρας δουλειά κλπ. Ακόμα, η προσεκτική ενασχόληση με το κλώσιμο δεν άφινε περιθώρια για παράλληλες ασχολίες. Αυτό ώθησε ώθησε τους θυμόσοφους παπούδες μας, να συνιστούν σε κάποιους, που ενώ έκανα μιά δουλειά , έχωναν τη μύτη τους και με αλλότρια, να τους παρατηρούν με τη γνωστή φράση: -Εσύ τη ρόκα σου !(τ.ε. : Εσύ ασχολήσου αποκλειστικά με τη δουλειά σου και σταμάτα να ανακατεύεσαι με τις δουλειές των άλλων!)
ΤΥΛΙΓΑΔΙΜετά τη νηματοποίηση του μαλλιού η του μπαμπακιού, ακολουθούσε η βαφή και άλλες μικροεπεξεργασίες, πριν ξαναπεράσει στα μασούρια για να υφανθεί. Σε αυτή την εργασία το τυλιγάδι χρησίμευε για τη σωστή συσκευασία του νήματος, για να μην μπερδευτεί κατά τη μεταφορά στην ανέμη.
*
*
*
ΘΡΟΜΥΛΙ-ΑΡΔΑΧΤΟΣ Με περίτεχνες κινήσεις το νήμα από την ανέμη πέρναγε στα μασούργια με τη βοήθεια του άρδαχτου που περιστρεφόταν στην τρύπα του θρομυλιού. Από κει και μετά με τη βοήθεια της σαϊτας το έτοιμο νήμα στον αργαλειό αποτελούσε την πρώτη ύλη για το υφάδι και τα περίτεχνα ξομπλια τση μάνας μου. Με τη βοήθεια πατρόν (ή και χωρίς) έφτιαχαν περίτεχνα σχέδια, προσθέτοντας στα βασικά νήματα, το στιμόνι και τα μασούργια, και άλλες κλωστές που έδιδαν τις διάφορες μορφές που θαυμάζουμε στα παλαιινά υφαντά.
*
ΣΑΪΤΕΣ-ΠΑΝΕΡΙ
Οι σαϊτες ήταν οι φορείς-οδηγοί των μασουριών, όπου είχε τυλιχθεί το προς ύφανση νήμα. Με τη βοήθεια τους το νήμα πέρναγε κάθετα στο στιμόνι. Πολλές φορές η σαϊτα πέρναγε όλο το μήκος του στιμονιού και έπεφτε κάτω από το αργαστήρι. Εμείς λοιπόν, που έτσι κι αλλοιώς παίζαμε στο πάτωμα ήμασταν πρόθυμοι να περιμαζεύουμε τη σαϊτα να τη δίδουμε στην ανυφαντού. Εκείνα τα χρόνια, μιάς και δεν υπήρχαν παιδικοί-νηπιακοί σταθμοί, η ανυφαντού πολύ εύκολα μπορούσε να επιτηρεί ενα-δυο νήπια, μιάς και δεν την απασχολούσαν από τη δουλειά της
(Χρειάστηκε κάποτε, κάποια γειτόνισα να πάει στο λιομάζωμα… Κακός ο καιρός, χειμώνας βέβαια, βροχή, λάσπες κλπ. Η μάνα μου ύφαινε εμείς είχαμενε μεγαλώσει και σχεδόν ξεσχολίζαμε…. Καταφθάνει μιά γειτόνισα στη μάνα μου πού ύφαινε και παρακαλεί τη μάνα μου:
-Να μου κρατησεις θες μπρε Ρηνάκι το γκονάκι μου το Γιωργιό, δυο-τρεις ώρες, μέχρι να μαζώξω μερικές ελιές, απου θα σαπίσουνε οι πατέρμες, γιατι τσείχω (=τις έχω) αμάζωχτες εδά και ένα μήνα…. Έγω θα σου το …δέσω επέ στον πόδα τ΄αραστηργιού με ένα σκοινάκι, μα αυτό είναι μαθημένο και θα κάτσει ήσυχα… Είκουσέντηνε η μάνα μου και εταραχίστηκε:
-Είντα λογάται μπρέ Ουρανία απου θα δέσεις με το σκοινί το κοπέλι… Ρίφι κοντό θέ μου είναι γι κουλούκι; Άφισε ορνικό ντου το κοπέλι, μα δε με πειράζει εμένα, εκειέ θα του στρώσομενε μιά τσούλα να κάθεται και να παίζει, μέχρι νάρθεις να το πάρεις…
(Θα μου πεις βέβαια, πως δεν είτανε σωστό να δένουμε τα κοπέλια… Έστω και σπάνια… Και πως άλλοι θέλανε δέσιμο, και τότε, μα και τώρα… Και κοντό θέ μου, εδά απου τάχωμενε αμολυτά (τα κοπέλια μας) είναι ασφαλή, για μήπως κάποιοι θέλουν μάντρωμα που έχουν βάλει στόχο τα αμολυτά κοπέλια; Άβυσσος η πορεία του ανθρώπου… Λέτε σε μερικά χρόνια ή αιώνες να ξαναζήσωμε μέχρι και την ξεχασμένη ανθρωποφαγία;)
*
ΤΟ ΑΡΓΑΣΤΗΡΙ Ο αργαλειός, το αργαστήρι τση μάνας μου. Άμα βγάλεις τα πλαστικά πομολάκια και τα συρταράκια, προϊόντα τση σύγχρονης εξέλιξης, όλα τα αποδέλοιπα μου θυμίζουνε το αργαστήρι τση μάνας μου, φυλαγμένο στην αποθήκη του πατρικού μου.
Οντενείμουνε μικρός μου άρεσε να κάθουμαι δίπλα από τη μάνα μου μόνο που δε μ΄αφηνε να καταχρυπώ κι΄εγώ το πέταλο, μιάς και ούτε είχα όση δυναμη εχρειάζουντανε, μουτε έφρανα τσοι πατητήρες να σταυρώσω το στιμόνι….
Ούλες οι καλονυκοκεράδες τση εποχής τση μάνας μου είχανε αργαστήρι. Τα πολυκαιρισμένα, 200 χρονώ, είτονε σκούρα, σχεδόν μαυρισμένα από την πολυκαιρία, ενώ τα νεότερα, όπως τση φωτογραφίας και τση μάνας μου, πενήντα εκατό χρονώ μόνο, είχανε το χρώμα του ξύλου.
ΑΛΕΤΡΙ ΔΙΦΤΕΡΟ
ΑΛΕΤΡΙ ΜΟΝΟΦΤΕΡΟ
*
*
*
*
*
*
*
Ο ΒΟΛΟΣΥΡΟΣ (διπλό κλικ στην εικονα να δείτε βιντεο με τη χρήση του βολόσυρου στο 4′,20″)
Είχαμενε δυό λογιώ βολοσύρους στον τόπο μου: Ο γείς είτονε για τ΄αλώνι, σαν αυτό τση φωτογραφίας, και εκειονά πού έκανε είτονε να αλωνεύγει τα στάχυα, πανα πει να κόβει το στάχυ κομματάκια-κομματάκια για να βγαίνει τ΄αχερο, και να θρουλά την κεφαλή του σπαρτού, πουμε το λυχνισαμ να ξεχωρίζει ο καρπός από τ΄αχερο. Το βολόσυρο αυτού του τύπου τον έσέρνανε τα βούγια γι τά γαϊδούργια, γύρου-γύρου στ΄αλώνι. Το κακό είτονε πως όσο πιά πολλή είτονε η κάψα τόσο πιό καλήείτονε η ώρα για τ΄αλώνισμα, γιατί είτανε γκαργκανιασμένα τα στάχυα. Πολλές φορές μας είβανε ο κύρης γί η μάνα μας απάνω στο βολόσυρο, να κρατούμενε ίσα-ίσα τα σκοινί των βουγιώ,αυτά εκατέχανε τη δουλειά ντως και εγυρίζανε αμοναχά ντως…
Ο βολόσυρος του παλιού καιρού είχενε στην κάτω μπάντα, εκειά που έκοβε τ΄αστάχια, ειδικές πέτρες κοφτερές (ένα είδος χαλαζία), καρφωμένες κάθετα στο ξύλο του βολόσυρου. Αργότερα του βάλανε λάμες με μεταλικά αντόδια, και έκοβε σάικα πιό καλά.
Ο άλλος βολόσυρος (αλλοιώς και: ξυλόπορτα) εταίργιαζε πιό καλά στο όνομά ντου, και είτανε ίδιος με τον βολόσυρο, τ΄αλωνιού, μα τον εχρησιμοπούσανε οι ζευγάδες για να σοβολεύουνε το φρεσκοκαμωμένο (=φρεσκοοργωμένο) χωράφι. Σιγά σιγα αντικαταστάθηκε στο όργωμα από τη σβάρνα.
ΤΟ ΘΡΙΝΑΚΙ
Ειδικό φτυάρι, ξύλινο με δόντια, για να μαζεύει σε σωρό τα στάχυα που ήτανε απλωμένα στο αλώνι, αλλά και να μην καταστρέφει τον πάτο του αλωνιού, που είτονε χωμάτινος-επίπεδος για να μαζεύεται από αυτόν το σιτάρι. Ο μονίμως πεινασμένος νεαρός έλεγε και τη σχετική μαντινάδα
“Νάχαμε κ΄είντα νάχαμε, σαράντα αυγά σφουγκάτο // και μιά χειρομυλόπιτα, σαν τ΄αλωνιού τον πάτο.”
Ο ΤΣΟΥΚΟΣ
Ο τσούκος ήταν το προϊόν ενός φυτού, που σήμερα το χρησιμοποιούμε σαν διακοσμητικό. Παλιότερα, στο λαιμό άνοιγαν μιά τρύπα, καθάριζαν τα σπόρια που είχε το φυτό για να διασπαρεί και να διατηρήσει την αναπαραγωγή του, το γέμιζαν μερικές μέρες με νερό και μετά το χρησημοπιοιούσαν για τη μεταφορά κρασιού. Η χωρητικότητα του ήταν από 2 μέχρι 5 οκάδες. Παραλαγή του τσούκου, ήταν το επίσης φυτικής προέλευσης ΦΛΑΣΚΙ, που είχε σχήμα σφαίρας, που την είχανε συμπιέσει στους δυό πόλους.
ΓΚΑΖΙΕΡΑ . Η αναφορά για το μαγείρεμα στο σπίτι του 1950-60 μα και τη θέρμανση, έχει ήδη γίνει αλλού. Όμως ή δυνατότητα γρήγορης παρασκευής φαγητού, αφεψημάτων κλπ, χωρίς ν΄ανάψουμε φωτιά κλπ, δεν υπήρχε. Η μάνα μου μούλεγε, πως είμουνα φαίνεται φαγανό μωρό και εξύπνουνα τον κύρη μου τα μεσάνυχτα ν΄ανάψει φωτιά και να μου ζεστάνει το γάλα… Στη φάση βέβαια της ατέλειωτης αναμονής, το κλάμα πήγαινε σύνεφο…
Η πρόοδος όμως έφερε την απαίτηση για καφέ στο μουσαφείρη, μα και στ΄ αφεντικά, Η απάντηση της τεχνολογίας είτονε η γκαζιέρα…, με καύσιμο το πετρέλαιο, αλλά ειδικά στα μέρη μας οι πρώτοι καταναλωτές σε γκαζιέρες είτονε τα δασκάλια… Φαντάζομαι την αγωνία των μανάδων, που με …ταχύρυθμα μαθήματα έπρεπε να μάθουν στα 12χρονα πως ν΄αναβουν τη γκαζιέρα, και επίσης τις στοιχειώδεις συνταγές μαγειρικής. Μετά, έπρεπε μόνα τους σε ένα νοικιασμένο δωμάτιο στην Πόμπια να κάνουν μαθήματα ανευ διδασκάλου, μαγειρικής και διαχείρισης, χώργια από τα άλλα, τα μετά διδασκάλου, μαθήματα… Η γκαζιέρα ήταν κατασκευή αντίστοιχη με το λουξι (παραπάνω), όμως όπως τα σημερινά γκαζάκια του καφέ, είχε φτιαχτει για να θερμαίνει
Οι σαϊτες ήταν οι φορείς-οδηγοί των μασουριών, όπου είχε τυλιχθεί το προς ύφανση νήμα. Με τη βοήθεια τους το νήμα πέρναγε κάθετα στο στιμόνι. Πολλές φορές η σαϊτα πέρναγε όλο το μήκος του στιμονιού και έπεφτε κάτω από το αργαστήρι. Εμείς λοιπόν, που έτσι κι αλλοιώς παίζαμε στο πάτωμα ήμασταν πρόθυμοι να περιμαζεύουμε τη σαϊτα να τη δίδουμε στην ανυφαντού. Εκείνα τα χρόνια, μιάς και δεν υπήρχαν παιδικοί-νηπιακοί σταθμοί, η ανυφαντού πολύ εύκολα μπορούσε να επιτηρεί ενα-δυο νήπια, μιάς και δεν την απασχολούσαν από τη δουλειά της
(Χρειάστηκε κάποτε, κάποια γειτόνισα να πάει στο λιομάζωμα… Κακός ο καιρός, χειμώνας βέβαια, βροχή, λάσπες κλπ. Η μάνα μου ύφαινε εμείς είχαμενε μεγαλώσει και σχεδόν ξεσχολίζαμε…. Καταφθάνει μιά γειτόνισα στη μάνα μου πού ύφαινε και παρακαλεί τη μάνα μου:
-Να μου κρατησεις θες μπρε Ρηνάκι το γκονάκι μου το Γιωργιό, δυο-τρεις ώρες, μέχρι να μαζώξω μερικές ελιές, απου θα σαπίσουνε οι πατέρμες, γιατι τσείχω (=τις έχω) αμάζωχτες εδά και ένα μήνα…. Έγω θα σου το …δέσω επέ στον πόδα τ΄αραστηργιού με ένα σκοινάκι, μα αυτό είναι μαθημένο και θα κάτσει ήσυχα… Είκουσέντηνε η μάνα μου και εταραχίστηκε:
-Είντα λογάται μπρέ Ουρανία απου θα δέσεις με το σκοινί το κοπέλι… Ρίφι κοντό θέ μου είναι γι κουλούκι; Άφισε ορνικό ντου το κοπέλι, μα δε με πειράζει εμένα, εκειέ θα του στρώσομενε μιά τσούλα να κάθεται και να παίζει, μέχρι νάρθεις να το πάρεις…
(Θα μου πεις βέβαια, πως δεν είτανε σωστό να δένουμε τα κοπέλια… Έστω και σπάνια… Και πως άλλοι θέλανε δέσιμο, και τότε, μα και τώρα… Και κοντό θέ μου, εδά απου τάχωμενε αμολυτά (τα κοπέλια μας) είναι ασφαλή, για μήπως κάποιοι θέλουν μάντρωμα που έχουν βάλει στόχο τα αμολυτά κοπέλια; Άβυσσος η πορεία του ανθρώπου… Λέτε σε μερικά χρόνια ή αιώνες να ξαναζήσωμε μέχρι και την ξεχασμένη ανθρωποφαγία;)
*
ΤΟ ΑΡΓΑΣΤΗΡΙ Ο αργαλειός, το αργαστήρι τση μάνας μου. Άμα βγάλεις τα πλαστικά πομολάκια και τα συρταράκια, προϊόντα τση σύγχρονης εξέλιξης, όλα τα αποδέλοιπα μου θυμίζουνε το αργαστήρι τση μάνας μου, φυλαγμένο στην αποθήκη του πατρικού μου.
Οντενείμουνε μικρός μου άρεσε να κάθουμαι δίπλα από τη μάνα μου μόνο που δε μ΄αφηνε να καταχρυπώ κι΄εγώ το πέταλο, μιάς και ούτε είχα όση δυναμη εχρειάζουντανε, μουτε έφρανα τσοι πατητήρες να σταυρώσω το στιμόνι….
Ούλες οι καλονυκοκεράδες τση εποχής τση μάνας μου είχανε αργαστήρι. Τα πολυκαιρισμένα, 200 χρονώ, είτονε σκούρα, σχεδόν μαυρισμένα από την πολυκαιρία, ενώ τα νεότερα, όπως τση φωτογραφίας και τση μάνας μου, πενήντα εκατό χρονώ μόνο, είχανε το χρώμα του ξύλου.
ΑΛΕΤΡΙ ΔΙΦΤΕΡΟ
ΑΛΕΤΡΙ ΜΟΝΟΦΤΕΡΟ
*
*
*
*
*
*
*
Ο ΒΟΛΟΣΥΡΟΣ (διπλό κλικ στην εικονα να δείτε βιντεο με τη χρήση του βολόσυρου στο 4′,20″)
Είχαμενε δυό λογιώ βολοσύρους στον τόπο μου: Ο γείς είτονε για τ΄αλώνι, σαν αυτό τση φωτογραφίας, και εκειονά πού έκανε είτονε να αλωνεύγει τα στάχυα, πανα πει να κόβει το στάχυ κομματάκια-κομματάκια για να βγαίνει τ΄αχερο, και να θρουλά την κεφαλή του σπαρτού, πουμε το λυχνισαμ να ξεχωρίζει ο καρπός από τ΄αχερο. Το βολόσυρο αυτού του τύπου τον έσέρνανε τα βούγια γι τά γαϊδούργια, γύρου-γύρου στ΄αλώνι. Το κακό είτονε πως όσο πιά πολλή είτονε η κάψα τόσο πιό καλήείτονε η ώρα για τ΄αλώνισμα, γιατί είτανε γκαργκανιασμένα τα στάχυα. Πολλές φορές μας είβανε ο κύρης γί η μάνα μας απάνω στο βολόσυρο, να κρατούμενε ίσα-ίσα τα σκοινί των βουγιώ,αυτά εκατέχανε τη δουλειά ντως και εγυρίζανε αμοναχά ντως…
Ο βολόσυρος του παλιού καιρού είχενε στην κάτω μπάντα, εκειά που έκοβε τ΄αστάχια, ειδικές πέτρες κοφτερές (ένα είδος χαλαζία), καρφωμένες κάθετα στο ξύλο του βολόσυρου. Αργότερα του βάλανε λάμες με μεταλικά αντόδια, και έκοβε σάικα πιό καλά.
Ο άλλος βολόσυρος (αλλοιώς και: ξυλόπορτα) εταίργιαζε πιό καλά στο όνομά ντου, και είτανε ίδιος με τον βολόσυρο, τ΄αλωνιού, μα τον εχρησιμοπούσανε οι ζευγάδες για να σοβολεύουνε το φρεσκοκαμωμένο (=φρεσκοοργωμένο) χωράφι. Σιγά σιγα αντικαταστάθηκε στο όργωμα από τη σβάρνα.
ΤΟ ΘΡΙΝΑΚΙ
Ειδικό φτυάρι, ξύλινο με δόντια, για να μαζεύει σε σωρό τα στάχυα που ήτανε απλωμένα στο αλώνι, αλλά και να μην καταστρέφει τον πάτο του αλωνιού, που είτονε χωμάτινος-επίπεδος για να μαζεύεται από αυτόν το σιτάρι. Ο μονίμως πεινασμένος νεαρός έλεγε και τη σχετική μαντινάδα
“Νάχαμε κ΄είντα νάχαμε, σαράντα αυγά σφουγκάτο // και μιά χειρομυλόπιτα, σαν τ΄αλωνιού τον πάτο.”
Ο ΤΣΟΥΚΟΣ
Ο τσούκος ήταν το προϊόν ενός φυτού, που σήμερα το χρησιμοποιούμε σαν διακοσμητικό. Παλιότερα, στο λαιμό άνοιγαν μιά τρύπα, καθάριζαν τα σπόρια που είχε το φυτό για να διασπαρεί και να διατηρήσει την αναπαραγωγή του, το γέμιζαν μερικές μέρες με νερό και μετά το χρησημοπιοιούσαν για τη μεταφορά κρασιού. Η χωρητικότητα του ήταν από 2 μέχρι 5 οκάδες. Παραλαγή του τσούκου, ήταν το επίσης φυτικής προέλευσης ΦΛΑΣΚΙ, που είχε σχήμα σφαίρας, που την είχανε συμπιέσει στους δυό πόλους.
ΓΚΑΖΙΕΡΑ . Η αναφορά για το μαγείρεμα στο σπίτι του 1950-60 μα και τη θέρμανση, έχει ήδη γίνει αλλού. Όμως ή δυνατότητα γρήγορης παρασκευής φαγητού, αφεψημάτων κλπ, χωρίς ν΄ανάψουμε φωτιά κλπ, δεν υπήρχε. Η μάνα μου μούλεγε, πως είμουνα φαίνεται φαγανό μωρό και εξύπνουνα τον κύρη μου τα μεσάνυχτα ν΄ανάψει φωτιά και να μου ζεστάνει το γάλα… Στη φάση βέβαια της ατέλειωτης αναμονής, το κλάμα πήγαινε σύνεφο…
Η πρόοδος όμως έφερε την απαίτηση για καφέ στο μουσαφείρη, μα και στ΄ αφεντικά, Η απάντηση της τεχνολογίας είτονε η γκαζιέρα…, με καύσιμο το πετρέλαιο, αλλά ειδικά στα μέρη μας οι πρώτοι καταναλωτές σε γκαζιέρες είτονε τα δασκάλια… Φαντάζομαι την αγωνία των μανάδων, που με …ταχύρυθμα μαθήματα έπρεπε να μάθουν στα 12χρονα πως ν΄αναβουν τη γκαζιέρα, και επίσης τις στοιχειώδεις συνταγές μαγειρικής. Μετά, έπρεπε μόνα τους σε ένα νοικιασμένο δωμάτιο στην Πόμπια να κάνουν μαθήματα ανευ διδασκάλου, μαγειρικής και διαχείρισης, χώργια από τα άλλα, τα μετά διδασκάλου, μαθήματα… Η γκαζιέρα ήταν κατασκευή αντίστοιχη με το λουξι (παραπάνω), όμως όπως τα σημερινά γκαζάκια του καφέ, είχε φτιαχτει για να θερμαίνει
*
ΣΙΔΕΡΟ
Έχομε πει κι΄αλλού, πως η τέχνη του σιδερώματος στην εποχή που δεν υπήρχε ρεύμα, ήταν αρκετά δύσκολη, μα και κτήμα και χαρακτηριστικό της καθε νοικοκυράς, έτσι κι΄αλοιώς δεν υπήρχαν ούτε καθαριστήρια, μα ούτε και σιδερωτήρια. Είπρεπε λοιπόν η νέα νοικοκυρά κα γνωρίζει πως να φτιάχνει κάρβουνα, να ζεσταίνει το σίδερο της εποχής στη σωστή θερμοκρασία και να σιδερώνει όπως-όπως τα ρούχα της φαμελιάς*****
ΤΟ ΧΑΒΑΝΙ Το γουδί (ιγδίον). Στα μέρη μας εκείνα τα χρόνια το μόνο γουδί που κυκλοφορούσε ήταν το μπρούτζινο. Σαν πιτσιρίκια, μας άρεσε να το χρησιμοποιούμε σαν καμπάνα, μιας και το μεταλλικό κράμα της κατασκευής του, παρόμοιο με της καμπάνας είχε αρκετά μελωδικό ήχο. Άλλωστε τα ακούσματα εκείνης τσ΄εποχής ήταν τα φυσικά και μόνο ακούσματα, χωρίς άλλες πηγές μουσικών ήχων. Όταν η μάνα μας ήθελε να τρίψει μαστίχα, κανέλα ήκαρύδια, είμασταν πρόθυμοι να τη βοηθήσουμε, κατακτυπώντας το χαβάνι.
*
Κοσκινο
ΤΟ ΚΟΣΚΙΝΟ Η ΚΝΙΣΑΡΑ Ένα από τα απαραίτητα χρειαζούμενα του 1950 για να κάνει η καθε μιά το νοικοκεράτοτζη…Το διαμέτρημα είτονε κατάλληλο για να κρατά το στάρι- κριθάρι και ν΄αφίνει να πεφτουν μικρότερα υλικά. Μετά βέβαι ακολουθούσε το καθάρισμα με το χέρι…
Άλλο παρόμοιο εργαλείο ήταν η κνισάρα με ψιλή ή χοντρή σίτα Η χρήση της είτανε για να κοσκινίζουμε το αλεύρι και να το διαχωρίσουμε από το πίτουρο. Η ύφανση της είταν πολύ λεπτή και δεν μπορούσε να διακρίνει κανείς πίσω από την κνισάρα τα χαρακτηριστικά κάποιου. Αυτό αποτέλεσε και την αφορμή, ώστε όταν τα κοπέλια ντεπόταν για κάτι χωρίς όμως να πρέπει, πχ όταν έλεγαν ένα ποιημα, τους πρότεινα οι μεγαλύτεροι περιπαικτικά: – Αφού ντρέπεσαι να σου βάλουμε μιά κνισάρα…
ΚΟΦΑ
ΚΟΦΑ Η κόφα είτονε ένα χρειαζούμενο απαραίτητο τόσο στσοι φάμπρικες όσο και στο τρύγος. Η παραδοσιακή κόφα στα μέρη μας πλεκότανε πολύ σπάνια από βίτσες από λυγιά (=λυγαριά), είτε, το συνηθισμένο, από σφάκες (σφάκα είναι η πικροδάφνη εξαιτίας της πικρής της γεύσης). Κάθε κλαδί σφάκας, 1 μέχρι 1,5 μέτρα μακρύ, σχιζότανε σε δυό μισά, και πλεκότανε η κόφα. Υπήρχανε άφθονες σφάκες αυτοφυείς, στα Σφακοργυάκια, Καλαθάς και μετά την Οδηγήτρια στ΄Αγιοφάραγγο και το Μάρτσαλο. Η χωρητικότητα της κόφας είτανε 40-50 οκάδες.
Κάθε φαμπρικάρης είχενε μιά κόφα, που με τη βοήθεια σχοινιού φορτωνότανε στην πλάτη του, και μετάφερε ελιές από το πατητήρι του ιδιοκτήτη στη φάμπρικα. Αυτή η διαδρομή γινόταν από δυό συνήθως φαμπρικάρηδες μέσα στο χωριό, μέχρι να τελειώσουνε όλες οι ελιές ενός αφεντικού, μέρα-νύχτα. Ήτανε δηλαδή η λειτουργία της φάμπρικας 24ωρη.
Η άλλη κύρια χρήση της κόφας είτονε στο αμπέλι, στο τρύγος. Τα λιάτικα σταφύλια τα μεταφέρνανε από το αμπέλι με τσοι γαιδάρους, φορτωμένους με δυό κόφες στο πατηρήρι, μέχρι να αποτρυγήσουνε. Τα σουλτανιά σταφύλια τα μεταφέρνανε με κόφες μόνο όταν ο οψιγιάς είτονε σε μεγάλη απόσταση από το αμπέλι. Αλλιώς, είτονε καμπόσοι κουβαλητές (άντρες) απού εκουβαλούσενε είτε ένα-ένα, εί και δυό-δυό τα τσιγκάκια στον ώμο τα σταφύλια για να απλωθούν στον απλωτό. Βέβαια οι κόφες πιό σπάνια χρησίμευαν για τη μεταφορά ντομάτας, κύρια γιά πούλημα στσοι Μοίρες. Αργότερα αντικατασταθήκανε από τα πιό επαγγελματικά- “βιομηχανικά ” καφάσια.
*
ΚΑΜΠΑΝΟΣ
Σχεδόν απαραίτητο εργαλείο, μαζί με την παλάντζα, σε όσους είχαν και πουλούσαν την πραμάτεια τους (κηπευτικά και φρούτα) μεγάλα χρονικά διαστήματα. Πηγαίνοντας οι άνθρωποι στα γύρο χωργιά, ώφειλαν να ζυγίσουν παρουσία του πελάτη τα πωλούμενα και ανταλασσόμενα είδη. Ο καμπανός είχε ένα κινητό βόλι, που ισορροπούσε το ζυγό στον βαθμονομημένο σε οκάδες άξονα με το βάρος του ζυγιζόμενου αντικειμένου. Όταν στα μέσα της δεκαετίας του 1950 καθιερώθηκε το κιλό στη θέση της οκάς, σαν μονάδα μέτρησης βάρους στις συναλλαγές, ο άξονας βαθμονομήθηκε από τους σιδεράδς σε κιλά. Στην αγορά των Μοιρών ήταν συχνοί οι αγορανομικοί έλεγχοι των χρηστών των καμπανών, εάν ήταν σωστά βαθμονομημένοι.
*
ΠΑΛΑΝΤΖΑ
Εργαλείο ζύγισης όμοιο με τον καμπανό, για μικροποσότητες (μεχρι οκάδες) των ειδών που πουλούσαν κυρίως οι γεωργοί.
ΠΛΑΣΤΙΓΓΑ ΜΠΑΚΑΛΗ
Η πλάστιγγα αυτή είταν το σήμα κατατεθέν του μπακάλη. Μιά σειρά δράμια και οκάδες παλιότερα, ή γραμμάρια και κιλά αργότερα, συνδυαζότανε ώστε να δόσουν το βάρος του αντικειμένου που έμπαινε στη μιά απο τις δυό χούφτες της πλάστιγγας.
ΠΛΑΣΤΙΓΓΑ ΜΕΓΑΛΗ
Ωρισμένα μπακάλικα, οι χονδέμποροι, τα ελαιουργεία έπρεπε να να ζυάζουνε, μεγάλες ποσότητες, βαρέλια, σακκιά κλπ, όταν οι γεωργοί πουλούσαν σταφίδα, λάδι, στάρι, κριθάρι ή αγόραζαν αλεύρι, λίπασμα, ζωοτροφές κλπ. Αυτή λοιπόν η επιδαπέδια πλάστιγγα με τους μοχλούς και τα διάφορα βάρη στους άξονες ήταν εφόδιο για το σωστό ζύγι.
ΠΑΡΑΣΥΡΑ
ΠΑΡΑΣΥΡΑ
Χαράς το πράμα, θα μου πεις… Έλα όμως που εκείνα τα χρόνια, όι μόνο ηλεκτρικές σκούπες δεν είχαμενε, μα μηδε ρεύμα. Και οι παρασύρες απου θωρείτε είτανε οι “πολυτελείας”, εισαγωγής από την άλλη Ελλάδα, ενώ η καθημερινή παρασύρα είτανε με βρούλα για εμάς τσοι τυχερούς (τσοι Καμπίτες απούχαμενε βρούλα). Οι Ορεινοί (οι πανωριζίτες)εφτιάχνανε σκούπες με θύμους δεμένους σε ένα ξύλο
*
*
ΜΟΥΣΤΡΟΥΧΙΝΑ
Η μουστρουχίνα ήταν απαραίτητο εφόδιο της οικόσιτης κτηνοτροφίας στον τόπο μας. Επειδή η γη ήταν υψηλής αξίας-απόδοσης, ε καλλιεργείτο κάθε σπιθαμή, και η διέλευση ζώων από τσοι μπαινοβγαρσές* από τη μιά ιδιοκτησία στην άλλη, είχε σαν αποτέλεσμα τα ζώα να αρπάζουν ευπαθή φυτά (κλίματα, κηπευτικά) και να προκαλούν έντονες αγροζημίες, σημαντικό λόγο προστριβών μεταξύ των γειτόνων. Η μουστρουχίνα μιά ιδιοκατασκευή είτε από βέργες είτε καλύτερα από σύρμα, ήταν ένα είδος φίμωτρου, των αιγοπροβατοειδών και βοοειδών για την ακίνδυνη διέλευση δίπλα από κήπους. Δουλειά λοιπόν του νοικοκύρη που μετέφερε πρωί βράδυ τα λιγοστά ζωα του στο σταυλο ή στο κτήμα για βοσκή, να τα μουστρουχώσει και να ξεμουστρουχώσει σε κάθε μετακίνηση.
Η ΣΚΑΦΗ
Σε διάφορα μέρη της Ελλάδας η σκάφη έχει διαφορετική αξία και σημασία. Έτσι, σίγουρα πολλές γυναίκες ίδρωναν στις αστικές περιοχές πλένοντας στην σκάφη σαν πλύστρες με αμοιβή, για να θρέψουν την οικογένειά τους.
Στα μέρη μας το πλύσιμο δεν χρησιμοποιούσε την παραδοσιακή σκάφη της εικόνας, αλλά την πετρόκτιστη γούρνα δίπλα από κάθε πηγάδι που βγάζαμε πόσιμο νερό. Παράλληλα, στην κτιστή πέτρινη γούρνα μπορούσαν οι γυναίκες να πλένουν τα ρούχα της οικογένειας. Πολλές φορές, πιό μερακλήδικες κατασκευές ήταν οι σκαλιστές πετρόγουρνες σε μεγάλη μονοκόματη πέτρα, με επίπεδο πυθμένα και επικλινές το ένα πλευρικό τοίχωμα για να τρίβουν οι νοικοκυρές τα ρούχα.
Η ξύλινη σκάφη της φωτο σπανιότερα χρησίμευε για πλύσιμο, μα ήταν απαραίτητο εργαλείο για τον ζυμωτό, Έπρεπε να φιταχτεί στη σκάφη το αλεύρι, να ανεπιαστεί το προζύμι και να γίνει ο ζυμωτός, δηλαδή το ζυμάρι, 30-50 οκάδες, από όπου παίρνοντας κομμάτια τα έπλαθαν στο σοφρά σε καρβέλια έτοιμα για φούρνισμα. Μετά το τέλος του ζυμωτού η σκάφη πλενόταν και κρεμιόταν από ένα μεγάλο καρφί στον τοιχο, περιμένοντας τον επόμενο ζυμωτό. Γιά να διατηρείται η σκάφη καθαρή, φροντίζαμε κρεμώντας την το άνοιγμα της να κοιτάζει προς τον τοίχο, ώστε να μην λερώνεται. Αυτή η θέση ήταν η θέση μπρούμυτα, ένώ όταν την χρεισιμοποιούσαμε τη γυρίζαμε ανάσκελα Και ένα αίνιγμα με σεξουαλικά υπονοούμενα από τους μεγαλύτερους προς εμάς τους απονήρευτους ακόμα, με απάντηση τη σκάφη: “εγώ σ΄ακριβοπλήρωσα , κι΄έδοσα τον παρά μου, για να σε θέτω ανάσκελα, να κάνω τη δουλειά μου. Τί είναι;”
Ο ΣΟΦΡΑΣ
ο σοφράς
Πολλές φορές ο σοφράς, ένα κυκλικό τραπέζι 30 εκατοστά ύψους, χρησίμευε για τραπέζι φαγητού στα μικρά παιδιά της οικογένειας. Η πιό συνηθισμένη όμως χρήση του ήταν η παρασκευή του ψωμιού κατά το ζύμωμα, και στην συνέχεια το κρέμασμά του από ένα καρφί στον τοίχο ώστε να διατηρείται σχετικά καθαρός για το πλάσιμο του ψωμιού.
*
*
Η ΠΥΡΓΙΑ
*
ΣΙΔΕΡΟ
Έχομε πει κι΄αλλού, πως η τέχνη του σιδερώματος στην εποχή που δεν υπήρχε ρεύμα, ήταν αρκετά δύσκολη, μα και κτήμα και χαρακτηριστικό της καθε νοικοκυράς, έτσι κι΄αλοιώς δεν υπήρχαν ούτε καθαριστήρια, μα ούτε και σιδερωτήρια. Είπρεπε λοιπόν η νέα νοικοκυρά κα γνωρίζει πως να φτιάχνει κάρβουνα, να ζεσταίνει το σίδερο της εποχής στη σωστή θερμοκρασία και να σιδερώνει όπως-όπως τα ρούχα της φαμελιάς*****
ΤΟ ΧΑΒΑΝΙ Το γουδί (ιγδίον). Στα μέρη μας εκείνα τα χρόνια το μόνο γουδί που κυκλοφορούσε ήταν το μπρούτζινο. Σαν πιτσιρίκια, μας άρεσε να το χρησιμοποιούμε σαν καμπάνα, μιας και το μεταλλικό κράμα της κατασκευής του, παρόμοιο με της καμπάνας είχε αρκετά μελωδικό ήχο. Άλλωστε τα ακούσματα εκείνης τσ΄εποχής ήταν τα φυσικά και μόνο ακούσματα, χωρίς άλλες πηγές μουσικών ήχων. Όταν η μάνα μας ήθελε να τρίψει μαστίχα, κανέλα ήκαρύδια, είμασταν πρόθυμοι να τη βοηθήσουμε, κατακτυπώντας το χαβάνι.
*
Κοσκινο
ΤΟ ΚΟΣΚΙΝΟ Η ΚΝΙΣΑΡΑ Ένα από τα απαραίτητα χρειαζούμενα του 1950 για να κάνει η καθε μιά το νοικοκεράτοτζη…Το διαμέτρημα είτονε κατάλληλο για να κρατά το στάρι- κριθάρι και ν΄αφίνει να πεφτουν μικρότερα υλικά. Μετά βέβαι ακολουθούσε το καθάρισμα με το χέρι…
Άλλο παρόμοιο εργαλείο ήταν η κνισάρα με ψιλή ή χοντρή σίτα Η χρήση της είτανε για να κοσκινίζουμε το αλεύρι και να το διαχωρίσουμε από το πίτουρο. Η ύφανση της είταν πολύ λεπτή και δεν μπορούσε να διακρίνει κανείς πίσω από την κνισάρα τα χαρακτηριστικά κάποιου. Αυτό αποτέλεσε και την αφορμή, ώστε όταν τα κοπέλια ντεπόταν για κάτι χωρίς όμως να πρέπει, πχ όταν έλεγαν ένα ποιημα, τους πρότεινα οι μεγαλύτεροι περιπαικτικά: – Αφού ντρέπεσαι να σου βάλουμε μιά κνισάρα…
ΚΟΦΑ
ΚΟΦΑ Η κόφα είτονε ένα χρειαζούμενο απαραίτητο τόσο στσοι φάμπρικες όσο και στο τρύγος. Η παραδοσιακή κόφα στα μέρη μας πλεκότανε πολύ σπάνια από βίτσες από λυγιά (=λυγαριά), είτε, το συνηθισμένο, από σφάκες (σφάκα είναι η πικροδάφνη εξαιτίας της πικρής της γεύσης). Κάθε κλαδί σφάκας, 1 μέχρι 1,5 μέτρα μακρύ, σχιζότανε σε δυό μισά, και πλεκότανε η κόφα. Υπήρχανε άφθονες σφάκες αυτοφυείς, στα Σφακοργυάκια, Καλαθάς και μετά την Οδηγήτρια στ΄Αγιοφάραγγο και το Μάρτσαλο. Η χωρητικότητα της κόφας είτανε 40-50 οκάδες.
Κάθε φαμπρικάρης είχενε μιά κόφα, που με τη βοήθεια σχοινιού φορτωνότανε στην πλάτη του, και μετάφερε ελιές από το πατητήρι του ιδιοκτήτη στη φάμπρικα. Αυτή η διαδρομή γινόταν από δυό συνήθως φαμπρικάρηδες μέσα στο χωριό, μέχρι να τελειώσουνε όλες οι ελιές ενός αφεντικού, μέρα-νύχτα. Ήτανε δηλαδή η λειτουργία της φάμπρικας 24ωρη.
Η άλλη κύρια χρήση της κόφας είτονε στο αμπέλι, στο τρύγος. Τα λιάτικα σταφύλια τα μεταφέρνανε από το αμπέλι με τσοι γαιδάρους, φορτωμένους με δυό κόφες στο πατηρήρι, μέχρι να αποτρυγήσουνε. Τα σουλτανιά σταφύλια τα μεταφέρνανε με κόφες μόνο όταν ο οψιγιάς είτονε σε μεγάλη απόσταση από το αμπέλι. Αλλιώς, είτονε καμπόσοι κουβαλητές (άντρες) απού εκουβαλούσενε είτε ένα-ένα, εί και δυό-δυό τα τσιγκάκια στον ώμο τα σταφύλια για να απλωθούν στον απλωτό. Βέβαια οι κόφες πιό σπάνια χρησίμευαν για τη μεταφορά ντομάτας, κύρια γιά πούλημα στσοι Μοίρες. Αργότερα αντικατασταθήκανε από τα πιό επαγγελματικά- “βιομηχανικά ” καφάσια.
*
ΚΑΜΠΑΝΟΣ
Σχεδόν απαραίτητο εργαλείο, μαζί με την παλάντζα, σε όσους είχαν και πουλούσαν την πραμάτεια τους (κηπευτικά και φρούτα) μεγάλα χρονικά διαστήματα. Πηγαίνοντας οι άνθρωποι στα γύρο χωργιά, ώφειλαν να ζυγίσουν παρουσία του πελάτη τα πωλούμενα και ανταλασσόμενα είδη. Ο καμπανός είχε ένα κινητό βόλι, που ισορροπούσε το ζυγό στον βαθμονομημένο σε οκάδες άξονα με το βάρος του ζυγιζόμενου αντικειμένου. Όταν στα μέσα της δεκαετίας του 1950 καθιερώθηκε το κιλό στη θέση της οκάς, σαν μονάδα μέτρησης βάρους στις συναλλαγές, ο άξονας βαθμονομήθηκε από τους σιδεράδς σε κιλά. Στην αγορά των Μοιρών ήταν συχνοί οι αγορανομικοί έλεγχοι των χρηστών των καμπανών, εάν ήταν σωστά βαθμονομημένοι.
*
ΠΑΛΑΝΤΖΑ
Εργαλείο ζύγισης όμοιο με τον καμπανό, για μικροποσότητες (μεχρι οκάδες) των ειδών που πουλούσαν κυρίως οι γεωργοί.
ΠΛΑΣΤΙΓΓΑ ΜΠΑΚΑΛΗ
Η πλάστιγγα αυτή είταν το σήμα κατατεθέν του μπακάλη. Μιά σειρά δράμια και οκάδες παλιότερα, ή γραμμάρια και κιλά αργότερα, συνδυαζότανε ώστε να δόσουν το βάρος του αντικειμένου που έμπαινε στη μιά απο τις δυό χούφτες της πλάστιγγας.
ΠΛΑΣΤΙΓΓΑ ΜΕΓΑΛΗ
Ωρισμένα μπακάλικα, οι χονδέμποροι, τα ελαιουργεία έπρεπε να να ζυάζουνε, μεγάλες ποσότητες, βαρέλια, σακκιά κλπ, όταν οι γεωργοί πουλούσαν σταφίδα, λάδι, στάρι, κριθάρι ή αγόραζαν αλεύρι, λίπασμα, ζωοτροφές κλπ. Αυτή λοιπόν η επιδαπέδια πλάστιγγα με τους μοχλούς και τα διάφορα βάρη στους άξονες ήταν εφόδιο για το σωστό ζύγι.
ΠΑΡΑΣΥΡΑ
ΠΑΡΑΣΥΡΑ
Χαράς το πράμα, θα μου πεις… Έλα όμως που εκείνα τα χρόνια, όι μόνο ηλεκτρικές σκούπες δεν είχαμενε, μα μηδε ρεύμα. Και οι παρασύρες απου θωρείτε είτανε οι “πολυτελείας”, εισαγωγής από την άλλη Ελλάδα, ενώ η καθημερινή παρασύρα είτανε με βρούλα για εμάς τσοι τυχερούς (τσοι Καμπίτες απούχαμενε βρούλα). Οι Ορεινοί (οι πανωριζίτες)εφτιάχνανε σκούπες με θύμους δεμένους σε ένα ξύλο
*
*
ΜΟΥΣΤΡΟΥΧΙΝΑ
Η μουστρουχίνα ήταν απαραίτητο εφόδιο της οικόσιτης κτηνοτροφίας στον τόπο μας. Επειδή η γη ήταν υψηλής αξίας-απόδοσης, ε καλλιεργείτο κάθε σπιθαμή, και η διέλευση ζώων από τσοι μπαινοβγαρσές* από τη μιά ιδιοκτησία στην άλλη, είχε σαν αποτέλεσμα τα ζώα να αρπάζουν ευπαθή φυτά (κλίματα, κηπευτικά) και να προκαλούν έντονες αγροζημίες, σημαντικό λόγο προστριβών μεταξύ των γειτόνων. Η μουστρουχίνα μιά ιδιοκατασκευή είτε από βέργες είτε καλύτερα από σύρμα, ήταν ένα είδος φίμωτρου, των αιγοπροβατοειδών και βοοειδών για την ακίνδυνη διέλευση δίπλα από κήπους. Δουλειά λοιπόν του νοικοκύρη που μετέφερε πρωί βράδυ τα λιγοστά ζωα του στο σταυλο ή στο κτήμα για βοσκή, να τα μουστρουχώσει και να ξεμουστρουχώσει σε κάθε μετακίνηση.
Η ΣΚΑΦΗ
Σε διάφορα μέρη της Ελλάδας η σκάφη έχει διαφορετική αξία και σημασία. Έτσι, σίγουρα πολλές γυναίκες ίδρωναν στις αστικές περιοχές πλένοντας στην σκάφη σαν πλύστρες με αμοιβή, για να θρέψουν την οικογένειά τους.
Στα μέρη μας το πλύσιμο δεν χρησιμοποιούσε την παραδοσιακή σκάφη της εικόνας, αλλά την πετρόκτιστη γούρνα δίπλα από κάθε πηγάδι που βγάζαμε πόσιμο νερό. Παράλληλα, στην κτιστή πέτρινη γούρνα μπορούσαν οι γυναίκες να πλένουν τα ρούχα της οικογένειας. Πολλές φορές, πιό μερακλήδικες κατασκευές ήταν οι σκαλιστές πετρόγουρνες σε μεγάλη μονοκόματη πέτρα, με επίπεδο πυθμένα και επικλινές το ένα πλευρικό τοίχωμα για να τρίβουν οι νοικοκυρές τα ρούχα.
Η ξύλινη σκάφη της φωτο σπανιότερα χρησίμευε για πλύσιμο, μα ήταν απαραίτητο εργαλείο για τον ζυμωτό, Έπρεπε να φιταχτεί στη σκάφη το αλεύρι, να ανεπιαστεί το προζύμι και να γίνει ο ζυμωτός, δηλαδή το ζυμάρι, 30-50 οκάδες, από όπου παίρνοντας κομμάτια τα έπλαθαν στο σοφρά σε καρβέλια έτοιμα για φούρνισμα. Μετά το τέλος του ζυμωτού η σκάφη πλενόταν και κρεμιόταν από ένα μεγάλο καρφί στον τοιχο, περιμένοντας τον επόμενο ζυμωτό. Γιά να διατηρείται η σκάφη καθαρή, φροντίζαμε κρεμώντας την το άνοιγμα της να κοιτάζει προς τον τοίχο, ώστε να μην λερώνεται. Αυτή η θέση ήταν η θέση μπρούμυτα, ένώ όταν την χρεισιμοποιούσαμε τη γυρίζαμε ανάσκελα Και ένα αίνιγμα με σεξουαλικά υπονοούμενα από τους μεγαλύτερους προς εμάς τους απονήρευτους ακόμα, με απάντηση τη σκάφη: “εγώ σ΄ακριβοπλήρωσα , κι΄έδοσα τον παρά μου, για να σε θέτω ανάσκελα, να κάνω τη δουλειά μου. Τί είναι;”
Ο ΣΟΦΡΑΣ
ο σοφράς
Πολλές φορές ο σοφράς, ένα κυκλικό τραπέζι 30 εκατοστά ύψους, χρησίμευε για τραπέζι φαγητού στα μικρά παιδιά της οικογένειας. Η πιό συνηθισμένη όμως χρήση του ήταν η παρασκευή του ψωμιού κατά το ζύμωμα, και στην συνέχεια το κρέμασμά του από ένα καρφί στον τοίχο ώστε να διατηρείται σχετικά καθαρός για το πλάσιμο του ψωμιού.
*
*
Η ΠΥΡΓΙΑ
*
Το Χωνί. Πολλοί θα πούνε : Χαράς το πράμα! . Έλα όμως που, εκείνα τα χρόνια ήταν πολύ γνωστή η παροιμία: “τα εργαλεία κάνουν το μάστορα!” Φανταστείτε λοιπόν νάχεις να βάλεις από ένα στενό στομιο 400 οκάδες μούστο σε ένα βαρέλι, με ένα κουβά! Απλά ο μισός μούστος θα χυνόταν έξω! . Εγροίκας λοιπόν τον κύρη μου: “Σαλευε μωρέ Μανωλιό να ζητήξεις του σαντόλου σου τη μεγάλη πύργια γιατί το βράδυ θα πατήσωμε τα σταφύλια και δεν έχομε χρειγιά* να βάλομε το μούστο στο βαρέλι” Μεγάλα λοιπόν χωνιά, λίγα στο χωργιό, για τη μετάγγιση λαδιού ή κρασιού, μα και μικρότερα τα πυργιάλια για να γεμώζουμε τα μπουκάλια λάδι από το λαδοπίθαρο. Χρειγιά* = χρειαζούμενο
(Μπορεί νάτανε δύσκολες εκείνες οι εποχές, από πλευράς φαγητού, όμως πολλές φορές, το χόλιασμα, οι καυγάδες ανάμεσα στα κοπελάκια ήτανε συνηθισμένα. Ένα σημείο αντίστασης του …ζόρικου ήταν η άρνηση φαγητού, με τσ΄αποδέλοιπους της οικογένειας. Θυμούμαι τη μόνιμη απειλή τσ΄εποχής μου στα μπουρουδιασμένα κοπέλια: -Άστε τον μωρέ το Νικολή. Εμπουρούδιασε, μα αμα ποφάμε θα πλύνωμε τα πιάτα και θα του ποτίσομε το απόπλυμα με την πύργια….)
*
Η ΡΑΦΤΟΜΗΧΑΝΗ
Η Καλονυκοκερά εκείνων των χρονων, είπρεπε να ξετρέχει πολλές δουλειές: να κουρεύγει τα κοπέλια, μα και τα οζά, να φαίνει, τσούλες (κουρελούδες), πατανίες, προυκιά (προίκα), για τα θυλικά κοπέλια, να πλέκει λοης-λοής πλεκτά μα πιό πολύ πουλόβερ τους αντρούς τση και των κοπελιών. Μεγάλο όφελος είτονε να πιάνουνε τα χέργια τση νυκοκεράς όι μόνο να μπαλώνει τα σκισμένα ρούχα, μα και να ράβει από ξαρχής, καλά-κακά, διάφορα ρούχα. Όνταν εκατάφερνε κεινείς να πάρει μιά ραφυτομηχανή τση κεράς του είτονε μεγάλη αβάντα. Η διπλανή είκόνα μου θυμίζει τη ραφτομηχαμή τση μανας μου: Εδώ και 60 χρόνια προσφέρει τις υπηρεσιες της ακούραστα στην αμπλά μου, κληρονόμο της τέχνης της μάνας μου στην ….οικιακή μοδιστρική.
*
ΜΠΟΥΓΑΔΟΤΣΙΚΑΛΟ, ΜΠΓΟΥΓΑΔΟΚΟΦΙΝΟ, ΑΘΟΜΑΝΤΗΛΑ
Μπουγαδοτσίκαλο: Ένα καζάνι μπακιρένο με χωρητικότητα 25-40 οκαδες. Φυσικά και δεν ήταν αποκλειστικής χρήσης για την μπουγάδα, όμως το όνομά του δείχνει πως ήταν απαραίτητο για την μπουγάδα εκείνων των χρόνων, μιάς και το βραστό νερό των 30-40 οκάδων που απαιτούσε η μπουγάδα μόνο σε τέτοιου μεγέθους καζάνι μπορούσε να βρασθεί. Ακόμα ήταν εξαιρετικό εργαλείο για να βρασθεί μιά ολόκληρη χοιροκεφαλή, εκλεκτός μεζές για κρασοπαρέα, που η υπό εκείνες τις συνθήκες πείνας της εποχής, καθιστούσε ανεκτή την υπερβολική ποσότητα λίπους των χοιρινών…. Όμως και σε άλλες περιπτώσεις, όπως το σφάξιμο του χοίρου (σχετικό άρθρο σε άλλη θέση), γάμος με γαμοπίλαφο και άλλα εδέσματα γάμου, απαιτούσαν ….αρκετά μπουγαδοτίσκαλα της γειτονιάς, και βέβαια έμπειρους στη μαγειρική μεγάλων ποσοτήτων, αν και δεν ήταν επαγγελματίες, να καταστένουν εκλεκτά φαγητά για 500-1000 νοματαίους…
Μπουγαδοκοφινο: Άλλο ενα δοχείο της εποχής, πλεγμένο περίτεχνα με καλάμια. Αν και δεν ήταν αποκλειστική η χρήση του για μπουγάδα, ήταν όμως απαραίτητο γι΄αυτήν. Φυσικά το μπουγαδοκόφινο δεν ήταν αποκλειστικής χρήσης για μπουγάδα, αλλά και για το τρύγος, τη συλλογή κηπευτικών και λιγότερο για το λιομάζωμα, αν και στα χρόνια μου τα τσιγκάκια (ειδικά τρυπητά δοχείααπο τσίγκο), ήταν πολύ ανθεκτικότερα και βολικότερα για τον τρύγο. Η μόνη σημαντική διαφορά ήταν, ότι η πρώτη ύλη για μπουγαδοκόφινα ήταν εγχώρια, ενώ ο τσίγκος ήταν εισαγόμενο και φυσικά ακριβότερο, προϊόν….
Αθομαντήλα: Ένα λινό, πυκνής ύφανσης κομάτι υφάσματος διαστάσεων 50Χ100 εκ. Όλα τα παραπάνω ήσαν έτοιμα για μιά αξιοπρεπή …μπουγάδα:
Τα ρούχα ταχτοποιούνταν κατα στρώσεις στο μπουγαδοκόφινο και βρεχόταν. Στο πάνω μέρο ηταν πάντοτε τα λευκά ρούχα. Το μπουγαδοτσίκαλο έφτιαχνε 20-30 οκάδες βραστό νερό. Ο διπλανός φούρνος προμήθευε στάχτη (αθο) για την αθομαντήλα. Ο άθος τυλιγιόταν στην αθομαντήλα και ετοποθετείτο στο πανω μέρος του μπουγαδοκόφινου. Το βραστό νερο με ένα κατσαρολάκι ριχνόταν στην αθομαντήλα παρασύροντας το Ανθρακικό κάλι από τον άθο, που λίγο πιό κάτω συναντούσε σε ψηλή θερμοκρασία λόγω του βραστού νερού τα λίπη-βρωμιές στα ρούχα, όπου και έφτιαχνε επιτόπου ΣΑΠΟΥΝΙ, με το λάδι τις βρωμιάς, διαλύοντάς την ! . Έτσι οι γιαγιάδες μας χωρίς να ξέρουν χημεία, κατάφερναν να ασπρίσουν τα γαργερά ασπρόρουχα, μιάς και με την παραπάνω ταχτική το ανθρακικό κάλι του άθου καθάριζε όλα τα ρουχα του μπουγαδοκόφινου. Μετά, απλά έπρεπε να ξεβγαλθούν τα ρούχα με άφθονο νερό και να στεγνώσουν…. Μιά ακόμα μπουγάδα έφθασε στο τέλος της…
(Μπορεί νάτανε δύσκολες εκείνες οι εποχές, από πλευράς φαγητού, όμως πολλές φορές, το χόλιασμα, οι καυγάδες ανάμεσα στα κοπελάκια ήτανε συνηθισμένα. Ένα σημείο αντίστασης του …ζόρικου ήταν η άρνηση φαγητού, με τσ΄αποδέλοιπους της οικογένειας. Θυμούμαι τη μόνιμη απειλή τσ΄εποχής μου στα μπουρουδιασμένα κοπέλια: -Άστε τον μωρέ το Νικολή. Εμπουρούδιασε, μα αμα ποφάμε θα πλύνωμε τα πιάτα και θα του ποτίσομε το απόπλυμα με την πύργια….)
*
Η ΡΑΦΤΟΜΗΧΑΝΗ
Η Καλονυκοκερά εκείνων των χρονων, είπρεπε να ξετρέχει πολλές δουλειές: να κουρεύγει τα κοπέλια, μα και τα οζά, να φαίνει, τσούλες (κουρελούδες), πατανίες, προυκιά (προίκα), για τα θυλικά κοπέλια, να πλέκει λοης-λοής πλεκτά μα πιό πολύ πουλόβερ τους αντρούς τση και των κοπελιών. Μεγάλο όφελος είτονε να πιάνουνε τα χέργια τση νυκοκεράς όι μόνο να μπαλώνει τα σκισμένα ρούχα, μα και να ράβει από ξαρχής, καλά-κακά, διάφορα ρούχα. Όνταν εκατάφερνε κεινείς να πάρει μιά ραφυτομηχανή τση κεράς του είτονε μεγάλη αβάντα. Η διπλανή είκόνα μου θυμίζει τη ραφτομηχαμή τση μανας μου: Εδώ και 60 χρόνια προσφέρει τις υπηρεσιες της ακούραστα στην αμπλά μου, κληρονόμο της τέχνης της μάνας μου στην ….οικιακή μοδιστρική.
*
ΜΠΟΥΓΑΔΟΤΣΙΚΑΛΟ, ΜΠΓΟΥΓΑΔΟΚΟΦΙΝΟ, ΑΘΟΜΑΝΤΗΛΑ
Μπουγαδοτσίκαλο: Ένα καζάνι μπακιρένο με χωρητικότητα 25-40 οκαδες. Φυσικά και δεν ήταν αποκλειστικής χρήσης για την μπουγάδα, όμως το όνομά του δείχνει πως ήταν απαραίτητο για την μπουγάδα εκείνων των χρόνων, μιάς και το βραστό νερό των 30-40 οκάδων που απαιτούσε η μπουγάδα μόνο σε τέτοιου μεγέθους καζάνι μπορούσε να βρασθεί. Ακόμα ήταν εξαιρετικό εργαλείο για να βρασθεί μιά ολόκληρη χοιροκεφαλή, εκλεκτός μεζές για κρασοπαρέα, που η υπό εκείνες τις συνθήκες πείνας της εποχής, καθιστούσε ανεκτή την υπερβολική ποσότητα λίπους των χοιρινών…. Όμως και σε άλλες περιπτώσεις, όπως το σφάξιμο του χοίρου (σχετικό άρθρο σε άλλη θέση), γάμος με γαμοπίλαφο και άλλα εδέσματα γάμου, απαιτούσαν ….αρκετά μπουγαδοτίσκαλα της γειτονιάς, και βέβαια έμπειρους στη μαγειρική μεγάλων ποσοτήτων, αν και δεν ήταν επαγγελματίες, να καταστένουν εκλεκτά φαγητά για 500-1000 νοματαίους…
Μπουγαδοκοφινο: Άλλο ενα δοχείο της εποχής, πλεγμένο περίτεχνα με καλάμια. Αν και δεν ήταν αποκλειστική η χρήση του για μπουγάδα, ήταν όμως απαραίτητο γι΄αυτήν. Φυσικά το μπουγαδοκόφινο δεν ήταν αποκλειστικής χρήσης για μπουγάδα, αλλά και για το τρύγος, τη συλλογή κηπευτικών και λιγότερο για το λιομάζωμα, αν και στα χρόνια μου τα τσιγκάκια (ειδικά τρυπητά δοχείααπο τσίγκο), ήταν πολύ ανθεκτικότερα και βολικότερα για τον τρύγο. Η μόνη σημαντική διαφορά ήταν, ότι η πρώτη ύλη για μπουγαδοκόφινα ήταν εγχώρια, ενώ ο τσίγκος ήταν εισαγόμενο και φυσικά ακριβότερο, προϊόν….
Αθομαντήλα: Ένα λινό, πυκνής ύφανσης κομάτι υφάσματος διαστάσεων 50Χ100 εκ. Όλα τα παραπάνω ήσαν έτοιμα για μιά αξιοπρεπή …μπουγάδα:
Τα ρούχα ταχτοποιούνταν κατα στρώσεις στο μπουγαδοκόφινο και βρεχόταν. Στο πάνω μέρο ηταν πάντοτε τα λευκά ρούχα. Το μπουγαδοτσίκαλο έφτιαχνε 20-30 οκάδες βραστό νερό. Ο διπλανός φούρνος προμήθευε στάχτη (αθο) για την αθομαντήλα. Ο άθος τυλιγιόταν στην αθομαντήλα και ετοποθετείτο στο πανω μέρος του μπουγαδοκόφινου. Το βραστό νερο με ένα κατσαρολάκι ριχνόταν στην αθομαντήλα παρασύροντας το Ανθρακικό κάλι από τον άθο, που λίγο πιό κάτω συναντούσε σε ψηλή θερμοκρασία λόγω του βραστού νερού τα λίπη-βρωμιές στα ρούχα, όπου και έφτιαχνε επιτόπου ΣΑΠΟΥΝΙ, με το λάδι τις βρωμιάς, διαλύοντάς την ! . Έτσι οι γιαγιάδες μας χωρίς να ξέρουν χημεία, κατάφερναν να ασπρίσουν τα γαργερά ασπρόρουχα, μιάς και με την παραπάνω ταχτική το ανθρακικό κάλι του άθου καθάριζε όλα τα ρουχα του μπουγαδοκόφινου. Μετά, απλά έπρεπε να ξεβγαλθούν τα ρούχα με άφθονο νερό και να στεγνώσουν…. Μιά ακόμα μπουγάδα έφθασε στο τέλος της…
Η ΔΡΑΠΑΝΑ
Είπαμενε κι΄αλλού πως στην κάτω Μεσσαρά το 1950-60 υπήρχανε άφθονα νερά και πολύτιμη γή. Οι μικροί λοιπόν κλήροι καλλιεργήσιμης γης δεν άφιναν πολλές εκτάσεις για ανάπτυξη της κτηνοτροφίας, έστω για παραγωγή κρεατος για οικιακή κατανάλωση. Όταν λοιπόν ισορρόπησε ο κόσμος μετά τον εμφύλιο, και άρχισε να αυξάνεται η παραγωγή γεωργικών προϊόντων, χρειάσθηκε να παραχθούν και ντόπια κτηνοτροφικά προϊόντα, μιάς και υπήρχαν χρήματα για τοπικό εμπόριο, αλλά και οικόσιτη κτηνοτροφία Έτσι προέκυψε η ανάγκη ζωοτροφών. Μιάς και υπήρχαν άφθονα νερά, η καλλιέργεια του τριφυλλιού ήταν η κατάλληλη λύση, έπρεπε όμως κάθε μήνα περίπου ο γεωργός να θερίζει το τριφύλι, ειδικά τους καλοκαιρινούς μήνες, και να το ξηραίνει και να το αποθηκεύει, χρησιμοποιώντας το σαν ζωοροφή το χειμώνα.
Η δραπάνα ήταν ένα μεγάλο δρεπάνι στερεωμένο σε ένα δίμετρο κοντάρι. Με δυνατές ημικυκλικές κινήσεις ο γεωργός θέριζε το τριφύλλι, αλλά και άλλα ποώδη φυτά, που τα ξήραινε και τα συσκεύαζε για ζωοτροφές το χειμώνα.
Ο ΠΥΡΟΒΟΛΟΣ, ΤΟ ΤΣΑΚΟΥΜΑΚΙ, ΤΑ ΠΥΡΕΙΑ Κ.Α.
Αστεία πράγματα θα μου πεις… Τι ψυχή μπορεί νάχει ένας αναπτήρας; Ας σκεφθούμε όμως τους αρχαίους μας προγόνους που, ο χορηγός της φωτιάς στους ανθρώπους, ο Προμηθέας, τιμωρήθκε τόσο βάρβαρα από τους θεούς, δεμένος στο βουνό και να του τρώνε τα όρνεα το σικώτι. Ας μην πιστέψουμε μεν στα είδωλα των αρχαίων, σίγουρα όμως το αγαθό της φωτιάς εθεωρείτο, και ήταν, μέγα, για να πλάσουν οι πρόγονοί μας στις δοξασίες και τη θρησκεία τους μέχρι και θεούς, που τους την χορήγησαν.
Πολλοί παπούδες χρησιμοποιούσαν τον απλούστερο αναπτήρα, το πυρόβολο, που με μιά τσακμακόπετρα και ένα φυτίλι, άναβαν εύκολα ένα τσιγάρο, λίγο δυσκολότερα λίγα ξερά χόρτα και μετά ξύλα για τη συνέχεια. Όταν κατάφθασε το φωτιστικό πετρέλαιο, τα πράγματα βελτιώθηκαν: το τσακουμάκι, με τη βοήθεια και πάλι της τσακμακόπετρας, αλλά και του μπαμπακιού και του φωτιστικού πετρελαίου, είχαμε άμεσο άναμμα φλόγας για κάθε χρήση. Περί το 1970 καταφθάσανε από τη Γερμανία οι πρώτοι αναπτήρες με πιεζοηλεκτρικούς κρυστάλλους, χωρίς την ανάγκη της τσακμακόπετρας, και τέλος, οι σημερινοί αναπτήρες με δεξαμενούλα υγραερίου.
Ας ξαναγυρίσουμε όμως στα παληά: “Σάλευε μωρέ Αντρουλιό να πάρεις ένα γαστρί* από το σταύλο να πείς τση θειάς σου, απου ήψε (=άναψε) φωθιά να σου βαλει δυο-τρια κάρβουνα να ξανάψωμε την παρασθιά. Θελω να καμω καλή καρβουνιθιά, να βάλω στο σίδερο να σου σιδερωσω το πατελόνι, να το βάλεις αύριο απούνε σκόλη στην εκκλησά….) . Αμα θελα σπάσει κειανα σταμνί, τα κομάτια του, τα γαστριά, δεν τα πετούσαμε. Τα κρατούσαμε παράπαντας*, και τα χρησιμοποιόύανε οι μανάδες μας ή σαν θυμιατήρια, είτε για να διακονευτούνε* (=ζητώ υπο τύπο ελεημοσύνης) λίγα κάρβουνα από τη γειτονιά για να ανάψουνε και το δικό τους λύχνο. Τα πρώτα θυμιατά-λιβανιστήρια είταν επίσης πήλινα, φτιαγμένα από τοπικούς αγγειοπλάστες.
Τα “πυρεία Ελληνικού μονοπωλείου” τα ταπεινά και καταφρονεμένα σήμερο σπίρτα, όπως και το αλάτι, αποτέλεσαν την …ναυαρχίδα της ανάπτυξης της Ελληνικής βιομηχανίας τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια. Βέβαια, κρατώντας το αποκλειστικό δικαίωμα διάθεσης των σπίρτων το ελληνικό κράτος, εκμεταλλεύτηκε αυτό του το προνόμιο δεόντως, μέχρι που και το διάσημο πουλί της 21 Απριλίου 1967 κοσμούσε επι χρόνια τα σπιρτόκουτα, μπαίνοντας σε κάθε σπίτι…
(Και μιάς και μούρθε, να μην το ξεχάσω: Αμα θελα πλευριτωθεί κειανείς ή είχενε πόνο στη μέση, μιά πρακτική γιατρειά είτονε τα ζεστά επιθέματα: Πέρνανε ένα γαστρί, το βάζανε στην παρασθιά να ζεσταθεί, χωρίς βέβαια να αποκτήσει πολύ ψηλή θερμοκρασία, το τύλιγαν με μιά πετσέτα και του το βάζανε για ζέστα στο πονεμένο μέρος. Εγροίκας λοιπόν τσοι μανάδες μας. “Οληνύχτα μπρε αγκομάχε ο κακομοίρης ο πεθερός μου. Τονε βαστά εδα και τρεις μέρες ο κόκαλος του, αποτότεσας απου τονε λύχνισε ο ξιπασάρης ο γάιδαρος μας. Επύρωσα ενα γαστρί και του τόβαλα τα ξημερώματα και σαν τον επαγούδιασε μιαολιά εκοιμηθηκε ο κακομοίρης των αφτά μπαγκω…. Ακόμη κοιμάται”)
ΤΣΙΓΚΑΚΙ ΚΑΛΑΘΙ ΤΡΥΓΟΣ ΛΙΟΜΑΖΩΜΑ
Τα παλιά χρόνια, το καλάθι και οι κόφες (παραπάνω) κατασκευασμευασμένα με εγχώρια πρωτη ύλη (καλάμια από το Γεροποταμό, λυγιές και σφάκες από τα σφακορυγιάκια) ήτανε τα μοναδικά εργαλεία συλλογής και μεταφοράς για τσ΄ελιές και τα κρασοστάφυλα. Είδικά για τσ΄ελιές, ακόμη και ο Μουντάκης (Κρητικός λυράρης) ετραγούδιε (1960…) τον Καλαματιανό:
“Πάρε το καλάθι κι΄ελα, όμορφή μου κοπελιά //εγώ θα κρατώ τη σκάλα, ν΄ανεβαίνεις στην ελιά. Σα΄γεμίσεις το καλάθι…. κλπ”
Ήρθενε καιρός, μετά το 1960, και άρχισε να πιάνει τιμή η σταφίδα…. Το Μαλεβύζι, το Μονοφάτσι γεμώσανε σουλτανιά αμπέλια. Η κάτω Μεσσαρά δεν μπορούσε να λείπει, από το πανυγύρι. Ο νοητός αξονας Νότος-Βορράς Καλύβια-Πετροκεφάλι αφόριζε ανατολικά τις περιοχές που γέμισαν με αμπέλια για σουλτανίνα σταφίδα. Το δυτικό κομάτι ήταν κυριολεκτικά πνιγμένο στα νερα, μέχρι και κάτω από το λόφο της Φαιστού, και ακατάλληλο για αμπελουργία. Η ζώνη της Πόμπιας (μέσα στην πεδιάδα) , τα Περαλήθινα και ανατολικότερα φυτεύτηκαν με αμπέλια και όλη η πεδιάδα ζούσε στο ρυθμό, μα και τον τρόμο της παραγωγής της σουλτανίνας: Ερωτήματα όπως: Θα κάνει κράι;*, Θα πέσει περονόσπορος; Θα νέχομε νερό να ποτίζομε τ΄αμπέλια; Θα πιάσει λίβας να μασε κάψει τα κηπικά και τ΄αμπέλια; Θα Βρέξει να μασε σαπίσει τα σταφύλια στσοι κουρμούλες; Θα βρέξει οντε θανέχομε τη σταφίδα στον οψιγιά να μην πομείνει πράμα; Να πιάσει θέλει καλή τιμή η σταφίδα, γι΄θα τηνε πάρουνε τσαμπα οι εμπόροι από τη χώρα; Όλα τα ερωτήματα-ρίσκα, δεν απέτρεψαν τους γεωργούς τση γενιάς του 50-60 να φυτέψουν αμπέλια, να φτιάξουν οψιγιάδες, να βοηθήσουν την ντόπια βιοτεχνία να επινοήσει και να διαθέσει πρακτικότερα του καλαθιού εργαλεία. Ομως δεν απέτρεψε και του πολιτικοποιημένους και πάντα αντιδεξιούς Μεσσαρίτες να αυτοσαρκάζονται:
Απούχει θυλικό παιδί και σουλτανί αμπέλι// θα πυρπιρίζει ο κώλος το, ωσάν του Πιπινέλη!
(Παναγιώτης Πιπινέλης: Ένας αξιόλογος πολιτικός, που περί το 1963-64 του ανάθεσε το Παλάτι να βγάλει, για πάρτη του Παλατιού, “τα κάστανα από τη φωτιά”, χωρίς φυσικά επιτυχία).
Τα τσιγκάκια (στη φωτογραφία), οι αλουσουδιάστρα, ο σταυρός, τα σκαφάκια, ήταν τα βασικά εργαλεία-σκεύη από λαμαρίνα για τη συλλογή, μεταφορά, επεξεργασία και άπλωμα των σταφυλιών για να γίνουν σταφίδα. Πέρασαν αρκετά χρόνια για να γίνουν οι κρεμαστές απλώστρες των σταφυλιών, κάπως πιό βιομηχανοποιημένες. ΄Τα διάτρητα τσιγκάκια, ήταν ξαργιτού* φτιαγμένα, για το βάφτισμα των σταφυλιών στο διάλυμα ποτάσας (αλουσούδιασμα) κατά που γράφουμε αλλού. Βέβαια, τα τσιγκάκια τα χρησιμοποιούσαμε ολοχρονίς και για τη μεταφορά ντομάτας, ελιές, ακόμη και τσίκουδα* για το πιθάρι που θα ζυμωνόταν για να βγει η ρακή.
ΠΙΘΑΡΓΙΑ, ΚΡΑΣΟΒΑΡΕΛΑ, ΠΑΤΗΤΗΡΙ, ΦΟΥΡΝΟΣ
Πέρα από τάλλα, στο χωργιό είχαμενε και μερικά χρειαζούμενα, μα και ιδιοκατασκευές στο σπίτι, απου μπορεί νάτονε πολύ χρήσιμα, δεν είτονε όμως δανειστικά, λόγω όγκου, είτε γατί απλά είταν κατασκευές μόνιμες για ειδική χρήση. Μέσα σε αυτά εύρικε κανείς χρειαζούμενα όπως βαρέλια και πιθάργια, αλλά και κατασκευές όπως πηγάδι γι άντληση νερού ύδρευσης, πέτρινες γούρνες για πλύσιμο, φούρνος γιά ζύμωμα, πατητήρι για το πάτημα των σταφυλιών κλπ. Ανάλογα με το είδος, πολλά από τα παραπάνω ήταν εύκολο να διατεθούν για λίγο σε συγγενείς ή γειτόνους, ώστε να εξυπηρετηθούν. Ήταν εκείνα που γινόταν περιοδική χρήση τους. Π.χ. στο φούρνο ο ζυμωτός έμενε περίπου τρεις μέρες μέχρι να φτιαχτεί το παξιμάδι – ντάκος, και μετά εξεφουρνίζαμε. Στο πατητήρι επίσης σε δυό τρεις μέρες έπρεπε να πατηθούν τα σταφύλι και να μεταφερθεί ο μούστος και τα τσίκουδα στα βαρέλια και τα πιθαργια του ιδιοκτήτη. Από κει και μετά, ήταν θέμα χαρακτήρα του ιδιοκτήτη, να χρησιμοποιηθούν-διατεθούν, και μάλιστα ΑΦΙΛΙΚΕΡΔΩΣ, τα παραπάνω είδη σε γειτόνους συγγενείς και γιά τη δική τους εξυπηρέτηση.
Είπαμενε κι΄αλλού πως στην κάτω Μεσσαρά το 1950-60 υπήρχανε άφθονα νερά και πολύτιμη γή. Οι μικροί λοιπόν κλήροι καλλιεργήσιμης γης δεν άφιναν πολλές εκτάσεις για ανάπτυξη της κτηνοτροφίας, έστω για παραγωγή κρεατος για οικιακή κατανάλωση. Όταν λοιπόν ισορρόπησε ο κόσμος μετά τον εμφύλιο, και άρχισε να αυξάνεται η παραγωγή γεωργικών προϊόντων, χρειάσθηκε να παραχθούν και ντόπια κτηνοτροφικά προϊόντα, μιάς και υπήρχαν χρήματα για τοπικό εμπόριο, αλλά και οικόσιτη κτηνοτροφία Έτσι προέκυψε η ανάγκη ζωοτροφών. Μιάς και υπήρχαν άφθονα νερά, η καλλιέργεια του τριφυλλιού ήταν η κατάλληλη λύση, έπρεπε όμως κάθε μήνα περίπου ο γεωργός να θερίζει το τριφύλι, ειδικά τους καλοκαιρινούς μήνες, και να το ξηραίνει και να το αποθηκεύει, χρησιμοποιώντας το σαν ζωοροφή το χειμώνα.
Η δραπάνα ήταν ένα μεγάλο δρεπάνι στερεωμένο σε ένα δίμετρο κοντάρι. Με δυνατές ημικυκλικές κινήσεις ο γεωργός θέριζε το τριφύλλι, αλλά και άλλα ποώδη φυτά, που τα ξήραινε και τα συσκεύαζε για ζωοτροφές το χειμώνα.
Ο ΠΥΡΟΒΟΛΟΣ, ΤΟ ΤΣΑΚΟΥΜΑΚΙ, ΤΑ ΠΥΡΕΙΑ Κ.Α.
Αστεία πράγματα θα μου πεις… Τι ψυχή μπορεί νάχει ένας αναπτήρας; Ας σκεφθούμε όμως τους αρχαίους μας προγόνους που, ο χορηγός της φωτιάς στους ανθρώπους, ο Προμηθέας, τιμωρήθκε τόσο βάρβαρα από τους θεούς, δεμένος στο βουνό και να του τρώνε τα όρνεα το σικώτι. Ας μην πιστέψουμε μεν στα είδωλα των αρχαίων, σίγουρα όμως το αγαθό της φωτιάς εθεωρείτο, και ήταν, μέγα, για να πλάσουν οι πρόγονοί μας στις δοξασίες και τη θρησκεία τους μέχρι και θεούς, που τους την χορήγησαν.
Πολλοί παπούδες χρησιμοποιούσαν τον απλούστερο αναπτήρα, το πυρόβολο, που με μιά τσακμακόπετρα και ένα φυτίλι, άναβαν εύκολα ένα τσιγάρο, λίγο δυσκολότερα λίγα ξερά χόρτα και μετά ξύλα για τη συνέχεια. Όταν κατάφθασε το φωτιστικό πετρέλαιο, τα πράγματα βελτιώθηκαν: το τσακουμάκι, με τη βοήθεια και πάλι της τσακμακόπετρας, αλλά και του μπαμπακιού και του φωτιστικού πετρελαίου, είχαμε άμεσο άναμμα φλόγας για κάθε χρήση. Περί το 1970 καταφθάσανε από τη Γερμανία οι πρώτοι αναπτήρες με πιεζοηλεκτρικούς κρυστάλλους, χωρίς την ανάγκη της τσακμακόπετρας, και τέλος, οι σημερινοί αναπτήρες με δεξαμενούλα υγραερίου.
Ας ξαναγυρίσουμε όμως στα παληά: “Σάλευε μωρέ Αντρουλιό να πάρεις ένα γαστρί* από το σταύλο να πείς τση θειάς σου, απου ήψε (=άναψε) φωθιά να σου βαλει δυο-τρια κάρβουνα να ξανάψωμε την παρασθιά. Θελω να καμω καλή καρβουνιθιά, να βάλω στο σίδερο να σου σιδερωσω το πατελόνι, να το βάλεις αύριο απούνε σκόλη στην εκκλησά….) . Αμα θελα σπάσει κειανα σταμνί, τα κομάτια του, τα γαστριά, δεν τα πετούσαμε. Τα κρατούσαμε παράπαντας*, και τα χρησιμοποιόύανε οι μανάδες μας ή σαν θυμιατήρια, είτε για να διακονευτούνε* (=ζητώ υπο τύπο ελεημοσύνης) λίγα κάρβουνα από τη γειτονιά για να ανάψουνε και το δικό τους λύχνο. Τα πρώτα θυμιατά-λιβανιστήρια είταν επίσης πήλινα, φτιαγμένα από τοπικούς αγγειοπλάστες.
Τα “πυρεία Ελληνικού μονοπωλείου” τα ταπεινά και καταφρονεμένα σήμερο σπίρτα, όπως και το αλάτι, αποτέλεσαν την …ναυαρχίδα της ανάπτυξης της Ελληνικής βιομηχανίας τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια. Βέβαια, κρατώντας το αποκλειστικό δικαίωμα διάθεσης των σπίρτων το ελληνικό κράτος, εκμεταλλεύτηκε αυτό του το προνόμιο δεόντως, μέχρι που και το διάσημο πουλί της 21 Απριλίου 1967 κοσμούσε επι χρόνια τα σπιρτόκουτα, μπαίνοντας σε κάθε σπίτι…
(Και μιάς και μούρθε, να μην το ξεχάσω: Αμα θελα πλευριτωθεί κειανείς ή είχενε πόνο στη μέση, μιά πρακτική γιατρειά είτονε τα ζεστά επιθέματα: Πέρνανε ένα γαστρί, το βάζανε στην παρασθιά να ζεσταθεί, χωρίς βέβαια να αποκτήσει πολύ ψηλή θερμοκρασία, το τύλιγαν με μιά πετσέτα και του το βάζανε για ζέστα στο πονεμένο μέρος. Εγροίκας λοιπόν τσοι μανάδες μας. “Οληνύχτα μπρε αγκομάχε ο κακομοίρης ο πεθερός μου. Τονε βαστά εδα και τρεις μέρες ο κόκαλος του, αποτότεσας απου τονε λύχνισε ο ξιπασάρης ο γάιδαρος μας. Επύρωσα ενα γαστρί και του τόβαλα τα ξημερώματα και σαν τον επαγούδιασε μιαολιά εκοιμηθηκε ο κακομοίρης των αφτά μπαγκω…. Ακόμη κοιμάται”)
ΤΣΙΓΚΑΚΙ ΚΑΛΑΘΙ ΤΡΥΓΟΣ ΛΙΟΜΑΖΩΜΑ
Τα παλιά χρόνια, το καλάθι και οι κόφες (παραπάνω) κατασκευασμευασμένα με εγχώρια πρωτη ύλη (καλάμια από το Γεροποταμό, λυγιές και σφάκες από τα σφακορυγιάκια) ήτανε τα μοναδικά εργαλεία συλλογής και μεταφοράς για τσ΄ελιές και τα κρασοστάφυλα. Είδικά για τσ΄ελιές, ακόμη και ο Μουντάκης (Κρητικός λυράρης) ετραγούδιε (1960…) τον Καλαματιανό:
“Πάρε το καλάθι κι΄ελα, όμορφή μου κοπελιά //εγώ θα κρατώ τη σκάλα, ν΄ανεβαίνεις στην ελιά. Σα΄γεμίσεις το καλάθι…. κλπ”
Ήρθενε καιρός, μετά το 1960, και άρχισε να πιάνει τιμή η σταφίδα…. Το Μαλεβύζι, το Μονοφάτσι γεμώσανε σουλτανιά αμπέλια. Η κάτω Μεσσαρά δεν μπορούσε να λείπει, από το πανυγύρι. Ο νοητός αξονας Νότος-Βορράς Καλύβια-Πετροκεφάλι αφόριζε ανατολικά τις περιοχές που γέμισαν με αμπέλια για σουλτανίνα σταφίδα. Το δυτικό κομάτι ήταν κυριολεκτικά πνιγμένο στα νερα, μέχρι και κάτω από το λόφο της Φαιστού, και ακατάλληλο για αμπελουργία. Η ζώνη της Πόμπιας (μέσα στην πεδιάδα) , τα Περαλήθινα και ανατολικότερα φυτεύτηκαν με αμπέλια και όλη η πεδιάδα ζούσε στο ρυθμό, μα και τον τρόμο της παραγωγής της σουλτανίνας: Ερωτήματα όπως: Θα κάνει κράι;*, Θα πέσει περονόσπορος; Θα νέχομε νερό να ποτίζομε τ΄αμπέλια; Θα πιάσει λίβας να μασε κάψει τα κηπικά και τ΄αμπέλια; Θα Βρέξει να μασε σαπίσει τα σταφύλια στσοι κουρμούλες; Θα βρέξει οντε θανέχομε τη σταφίδα στον οψιγιά να μην πομείνει πράμα; Να πιάσει θέλει καλή τιμή η σταφίδα, γι΄θα τηνε πάρουνε τσαμπα οι εμπόροι από τη χώρα; Όλα τα ερωτήματα-ρίσκα, δεν απέτρεψαν τους γεωργούς τση γενιάς του 50-60 να φυτέψουν αμπέλια, να φτιάξουν οψιγιάδες, να βοηθήσουν την ντόπια βιοτεχνία να επινοήσει και να διαθέσει πρακτικότερα του καλαθιού εργαλεία. Ομως δεν απέτρεψε και του πολιτικοποιημένους και πάντα αντιδεξιούς Μεσσαρίτες να αυτοσαρκάζονται:
Απούχει θυλικό παιδί και σουλτανί αμπέλι// θα πυρπιρίζει ο κώλος το, ωσάν του Πιπινέλη!
(Παναγιώτης Πιπινέλης: Ένας αξιόλογος πολιτικός, που περί το 1963-64 του ανάθεσε το Παλάτι να βγάλει, για πάρτη του Παλατιού, “τα κάστανα από τη φωτιά”, χωρίς φυσικά επιτυχία).
Τα τσιγκάκια (στη φωτογραφία), οι αλουσουδιάστρα, ο σταυρός, τα σκαφάκια, ήταν τα βασικά εργαλεία-σκεύη από λαμαρίνα για τη συλλογή, μεταφορά, επεξεργασία και άπλωμα των σταφυλιών για να γίνουν σταφίδα. Πέρασαν αρκετά χρόνια για να γίνουν οι κρεμαστές απλώστρες των σταφυλιών, κάπως πιό βιομηχανοποιημένες. ΄Τα διάτρητα τσιγκάκια, ήταν ξαργιτού* φτιαγμένα, για το βάφτισμα των σταφυλιών στο διάλυμα ποτάσας (αλουσούδιασμα) κατά που γράφουμε αλλού. Βέβαια, τα τσιγκάκια τα χρησιμοποιούσαμε ολοχρονίς και για τη μεταφορά ντομάτας, ελιές, ακόμη και τσίκουδα* για το πιθάρι που θα ζυμωνόταν για να βγει η ρακή.
ΠΙΘΑΡΓΙΑ, ΚΡΑΣΟΒΑΡΕΛΑ, ΠΑΤΗΤΗΡΙ, ΦΟΥΡΝΟΣ
Πέρα από τάλλα, στο χωργιό είχαμενε και μερικά χρειαζούμενα, μα και ιδιοκατασκευές στο σπίτι, απου μπορεί νάτονε πολύ χρήσιμα, δεν είτονε όμως δανειστικά, λόγω όγκου, είτε γατί απλά είταν κατασκευές μόνιμες για ειδική χρήση. Μέσα σε αυτά εύρικε κανείς χρειαζούμενα όπως βαρέλια και πιθάργια, αλλά και κατασκευές όπως πηγάδι γι άντληση νερού ύδρευσης, πέτρινες γούρνες για πλύσιμο, φούρνος γιά ζύμωμα, πατητήρι για το πάτημα των σταφυλιών κλπ. Ανάλογα με το είδος, πολλά από τα παραπάνω ήταν εύκολο να διατεθούν για λίγο σε συγγενείς ή γειτόνους, ώστε να εξυπηρετηθούν. Ήταν εκείνα που γινόταν περιοδική χρήση τους. Π.χ. στο φούρνο ο ζυμωτός έμενε περίπου τρεις μέρες μέχρι να φτιαχτεί το παξιμάδι – ντάκος, και μετά εξεφουρνίζαμε. Στο πατητήρι επίσης σε δυό τρεις μέρες έπρεπε να πατηθούν τα σταφύλι και να μεταφερθεί ο μούστος και τα τσίκουδα στα βαρέλια και τα πιθαργια του ιδιοκτήτη. Από κει και μετά, ήταν θέμα χαρακτήρα του ιδιοκτήτη, να χρησιμοποιηθούν-διατεθούν, και μάλιστα ΑΦΙΛΙΚΕΡΔΩΣ, τα παραπάνω είδη σε γειτόνους συγγενείς και γιά τη δική τους εξυπηρέτηση.
ΠΙΘΑΡΙΑ
Η καθυστερημένη έλευση των βιομηχανικών εργαλείων και σκευών, έδοσε στους συμπατριώτες μου την αφορμή να καυχώνται πως είναι γνήσιοι απόγονοι και συνέχεια των αρχαίων Κρητών. Πραγματικά, δεν έχει παρά να πάει κάποιος μόλις χίλια μέτρα πιό πέρα, τόσο απέχει ο αρχαιολοφικός χώρος της Φαιστού από το Πετροκεφάλι, για να θαυμάσει τα πιθάργια ηλικίας 4000-5000 ετών…
Σε κάθε σπίτι διαφόρων ειδών πιθάργια ήταν ο κανόνας: από κουρούπες μέχρι και πιθάργια 300 οκάδων, για την αποθήκευση υγρών και στερεών. Στάρια, κριθάρια, όσπρια, φυσικά λάδι, ακόμα και υφαντά-προικα μπορούσαν να γεμώσουν με ασφάλεια αυτά τα σκεύη. Τα ποντίκια, πεινασμένα, ήταν έτοιμα να ροκανίσουν ότι βρίσκανε μπροστά τους, και τα πιθάργια έδιδαν μεγάλη ασφάλεια γι α τη φύλαξή τους. Αν δεν υπήρχε υπόγειο να παραπαντίσουνε τ τα πιθάργια, τότε μπορούσε να τα βρει κανείς ακόμα και σε χρηστικά δωμάτια, που μπαίνανε μέχρι και επισκέπτες. Φυσικά σε αυτή την περίπτωση τα πιθάργια ασπριζόντουσαν τακτικά με ασβέστη, όπως και το υπόλοιπο σπίτι, ένω αυτά που βρισκότουσαν σε αποθήκες και σταύλους δεν ήταν περιποιημένα, αν και το περιεχόμενό τους ήταν εξ ίσου ασφαλές και καθαρό.
(Είχενε ο Γέρο Μυρτομανώλης τσοι δυό τελευταίες κόρες που θυμούμαι ανύπαντρες, (του Τσακίρη και του Αμερικάνου από την Πόμπια τσοι γυναίκες) καλονοικοκεράδες και παστρικές, και κάθε ντάι-ντάι* είτονε με τη βούρτσα και τον ασβέστη και ασπρίζανε μέσα κι΄όξω το σπίτι. Εγούζουντονε ο Μυρτομανώλης με τη νοικοκυροσύνη ντως, που αν και κοπέλι το θυμούμαι ακόμη: -Αδικονατωσε λάχει* α δεν εχοντρύνανε τα πιθάργια και δε θα χωρούνε να βγούνε όξω από το σπίτι…. Ανε συνεχίσουνε σε καπόσο καιρό δεν θα μασε βάνει η πόρτα να μπούμενε στο σπίτι…(Ενοώντας πως με το συνεχές ασβέστωμα θα παχαίνανε τα πιθάργια και θα στένευε η πόρτα….)
ΒΑΡΕΛΙΑ
Τα βαρέλια τσ΄εποχής μου ήταν αποκλειστικά ντόπιας παραγωγής κρασοβάρελα. Δύσκολο μα απαραίτητο είδος για όσους ήθελαν νάχουν καλό κρασί. Πολλοί μάλιστα ήταν ονομαστοί για το κρασοβάρελό τους, μιάς και η επίδραση του καλού βαρελιού στο μούστο ήταν καθοριστική για την ποιότητα του κρασιού. Αυτός ήταν και ο λόγος που πολλές φορές ο βαρελάς έπρεπε να αποσυναρμολογήσει το βαρέλι και να καθαρίσει μια-μιά τις ντόγιες (=σανίδες) και να το ξανασυνθέσει. Εμείς όμως καθε χρόνο οφείλαμε να βγάλουμε το βαρέλι έξω από τη αποθήκη να του βγάλουμε τις σφέτσες (=υπόλειμα ζύμωσης) να το πλύνουμε και να το απολυμάνουμε δραστικά, από τυχόν μύκητες που χαλούσαν το κρασί και το ξυδιάζανε… Αυτό γινόταν με τη χρήση διοξειδίου του θείου: Φτιάχναμε με απίρι (=θειάφι) και μπαμπάκι ένα μακρύ φιτίλι, το κεντούσανε* (=ανάβαμε) από τη μιά άκρη και το τοποθετούσαμε μέσα στο βαρέλι. Η καύση του θείου έδιδε διοξείδιο του θείου, τοξικό για τους μύκητες μα και τους ανθρώπους. Μετά το βαρέλι ήταν έτοιμο να δεχθεί το μούστο…
Η καθυστερημένη έλευση των βιομηχανικών εργαλείων και σκευών, έδοσε στους συμπατριώτες μου την αφορμή να καυχώνται πως είναι γνήσιοι απόγονοι και συνέχεια των αρχαίων Κρητών. Πραγματικά, δεν έχει παρά να πάει κάποιος μόλις χίλια μέτρα πιό πέρα, τόσο απέχει ο αρχαιολοφικός χώρος της Φαιστού από το Πετροκεφάλι, για να θαυμάσει τα πιθάργια ηλικίας 4000-5000 ετών…
Σε κάθε σπίτι διαφόρων ειδών πιθάργια ήταν ο κανόνας: από κουρούπες μέχρι και πιθάργια 300 οκάδων, για την αποθήκευση υγρών και στερεών. Στάρια, κριθάρια, όσπρια, φυσικά λάδι, ακόμα και υφαντά-προικα μπορούσαν να γεμώσουν με ασφάλεια αυτά τα σκεύη. Τα ποντίκια, πεινασμένα, ήταν έτοιμα να ροκανίσουν ότι βρίσκανε μπροστά τους, και τα πιθάργια έδιδαν μεγάλη ασφάλεια γι α τη φύλαξή τους. Αν δεν υπήρχε υπόγειο να παραπαντίσουνε τ τα πιθάργια, τότε μπορούσε να τα βρει κανείς ακόμα και σε χρηστικά δωμάτια, που μπαίνανε μέχρι και επισκέπτες. Φυσικά σε αυτή την περίπτωση τα πιθάργια ασπριζόντουσαν τακτικά με ασβέστη, όπως και το υπόλοιπο σπίτι, ένω αυτά που βρισκότουσαν σε αποθήκες και σταύλους δεν ήταν περιποιημένα, αν και το περιεχόμενό τους ήταν εξ ίσου ασφαλές και καθαρό.
(Είχενε ο Γέρο Μυρτομανώλης τσοι δυό τελευταίες κόρες που θυμούμαι ανύπαντρες, (του Τσακίρη και του Αμερικάνου από την Πόμπια τσοι γυναίκες) καλονοικοκεράδες και παστρικές, και κάθε ντάι-ντάι* είτονε με τη βούρτσα και τον ασβέστη και ασπρίζανε μέσα κι΄όξω το σπίτι. Εγούζουντονε ο Μυρτομανώλης με τη νοικοκυροσύνη ντως, που αν και κοπέλι το θυμούμαι ακόμη: -Αδικονατωσε λάχει* α δεν εχοντρύνανε τα πιθάργια και δε θα χωρούνε να βγούνε όξω από το σπίτι…. Ανε συνεχίσουνε σε καπόσο καιρό δεν θα μασε βάνει η πόρτα να μπούμενε στο σπίτι…(Ενοώντας πως με το συνεχές ασβέστωμα θα παχαίνανε τα πιθάργια και θα στένευε η πόρτα….)
ΒΑΡΕΛΙΑ
Τα βαρέλια τσ΄εποχής μου ήταν αποκλειστικά ντόπιας παραγωγής κρασοβάρελα. Δύσκολο μα απαραίτητο είδος για όσους ήθελαν νάχουν καλό κρασί. Πολλοί μάλιστα ήταν ονομαστοί για το κρασοβάρελό τους, μιάς και η επίδραση του καλού βαρελιού στο μούστο ήταν καθοριστική για την ποιότητα του κρασιού. Αυτός ήταν και ο λόγος που πολλές φορές ο βαρελάς έπρεπε να αποσυναρμολογήσει το βαρέλι και να καθαρίσει μια-μιά τις ντόγιες (=σανίδες) και να το ξανασυνθέσει. Εμείς όμως καθε χρόνο οφείλαμε να βγάλουμε το βαρέλι έξω από τη αποθήκη να του βγάλουμε τις σφέτσες (=υπόλειμα ζύμωσης) να το πλύνουμε και να το απολυμάνουμε δραστικά, από τυχόν μύκητες που χαλούσαν το κρασί και το ξυδιάζανε… Αυτό γινόταν με τη χρήση διοξειδίου του θείου: Φτιάχναμε με απίρι (=θειάφι) και μπαμπάκι ένα μακρύ φιτίλι, το κεντούσανε* (=ανάβαμε) από τη μιά άκρη και το τοποθετούσαμε μέσα στο βαρέλι. Η καύση του θείου έδιδε διοξείδιο του θείου, τοξικό για τους μύκητες μα και τους ανθρώπους. Μετά το βαρέλι ήταν έτοιμο να δεχθεί το μούστο…
ΠΑΤΗΤΗΡΙ
Αμα ξανοίξει κεινείς, από παε κι΄αποκέ* (=δώθε κείθε), σε διάφορα μέρη της Ελλάδας, ή και στο ιντερνέτ, θα δει πολλώ λογιώ πατητήρια. Εγώ θα περιγράψω το πατητήρι του κυρού μου, ένα πατητήρι πολλαπλών χρήσεων, σύμφωνα και με τη μοντέρνα ορολογία.
Α. Σαν εμεγάλωσε το λιάτικο αμπελάκι του πατέρα μου γυρο στο 1955, εσκεφτηκε να σάξει ενα πατητήρι στο σπίτι μας. Στη γωνιιά λοιπόν ενός δωματίου-κρεβατοκάμαρας, απούχαμε και τα κουνέλια παλιά, έφτιαξε μιά ορθογώνια τσιμεντένια κατασκευή, 1,5Χ2 μέτρα 1,20 μέτρα ψηλή. Από τη μιά μεριά άνοιξε μιά τρύπα στον πάτο και στο έξω μέρος (μέσα στο δωμάτιο) έφτιαξε ένα τετράγωνο με διαστάσεις 0,5Χ0,5 μέτρα και μισό μέτρο βαθύ, ένα συλλέγκτη επίσης τσιμεντένιο, το δοχειό (τονισμένο στή λήγουσα!). Αυτό ήταν το πατητήρι μας.
(Η μιά κουβέντα φέρνει την άλλη… Μιάς και σας είπα για τα κουνέλια μας, ζωα που φοβούνται εύκολα, αν και τάχαμε στα πόδια μας συνεχώς, Πολλές φορές βγαίνανε από το δωμάτιο που τα είχαμε και έτρεχαν στην αυλή, ψάχνοντας για τροφή, ενώ μέσα στο ίδιο το δωμάτιο έσκαβαν με τά πόδια του φτιάχνοντας στα θεμέλια του σπιτιού φωλιές (όπου γενούσαν) τις μήνες (Προφανώς λατινογενές εκ του mine (ορυχείο)) και κινδυνευοντας να γκρεμίσουν κανένα τοίχο του σπιτιού. Έτσι, αργότερα, φτιάξαμε ένα ξέχωρο κουνελόσπιτο, εξω από το σπίτι που μέναμε).
Σαν ειρχουντανε ο καιρός, εφέρναμε τα λιάτικα σταφύλια στο πατηρήρι με το γαϊδαρο και τσοι κόφες, και σχεδόν γέμωζε το πατητήρι. Μετά, εγώ και ο κύρης μου ξυπόλυτοι αρχινούσαμε το πάτημα των σταφυλιών. Ο μούστος έτρεχε από τον πάτο στο δοχειό, και από εκεί με τον κουβά τον κατεβάζαμε στο υπογειο, ντελόγο* στο κρασοβάρελο.
Απίτις θελαποπατήσωμενε τα σταφύλια, αφίναμε τα τσίκουδα κειναδυο μέρες να στραγγίξουνε και μετά τα βάναμε σε ένα πιθάρι και τα σκεπάζαμε. Σε ένα μήνα ο μούστος απούχενε μείνει στα τσίκουδα είχενε γενεί οινόπνευμα και είτονε έτοιμα να πάνε στο καζάνι για ρακή…
Ο μούστος στο κρασοβάρελο, έβραζε και γούζουντανε* (τον εγροίκας άμα θελαβάλεις τ΄αυτί σου στοι ντόγιες* του κρασοβάρελου), περιμένοντας τσοι τρεις του Νοέμπρη, τ΄Αι Γιώργη του Μεθυστή, να τ΄ανοίξουνε οι νοικοκυραίοι και να γενούνε τάπα στο μεθύσι, τιμώντας δεόντως τον Αι Γιώργη, μεγάλη η χάρη ντου…
Β. Σαν ετέλευε ο τρύγος, το πατητήρι είτονε διαθέσιμο για να βάνει ο νοικοκύρης ότι είθελε. Πολλές φορές εβάνανε καρπό (σταρι ή κριθάρι), μετά τον αλωνάρη. Μιά συνηθισμένη χρήση είτονε να μετατραπεί το πατητήρι σε κρεβάτι: μερικές τάβλες, αυτές απου είχαμενε για να φουρνίζομενε και τα ψωμιά του ζυμωτού, και καναδυό τσούλες, και είτονε έτοιμο το κρεββάτι τω κοπελιών! (Και μιάς και θωρώ καμπόσους καλομαθημένους να με στραβοξανοίγουνε γιατί εξέχασα το … στρωματέξ, απλά σας πληροφορώ, πως εμείς οι καμπίτες (τ.ε. κάτοικοι του κάμπου) είχαμενε και την… πολυτέλεια να κόψουμε ενα-δυο δεμάθια λάχαρες*, να τσοι ξεράνουμε και και να φτιάξωμενε ένα πολύ μαλακό στρώμα πάνω από τσοι τάβλες. Δεν κατέχω ειντα κιαολιάς εκάνανε οι πανωριζίτες, μα σάϊκα δεν επαραγγέλνανε …μπαμπακερό στρώμα (Το μπαμπάκι είτανε δυσεύρετο. (Διαβάσετε παραπάνω για το λύχνο). Πολλές φορές, γιά φυτίλι στο λύχνο, απλά κόβαμε μιά ταινία-κουρέλι από καταστραμένο ρούχο που δεν έπαιρνε μπλιό μπαλώματα, και το φυτίλι ήταν έτοιμο….) Και πάλι όμως, το στρώμα με τσοι λάχαρες ήτανε περισσότερο εξάρτημα του πιό …σοβαρού κρεβατιού: Εκείνου του κύρη και τση μάνας μου: Δυό τρίποδα (τετράποδα στην πραγματικότητα), ένα στην πάνω και ένα στην κάτω μεριά του κρεββατιού , από πάνω οι τάβλες, από πάνω οι λάχαρες, και έτοιμο το κρεββάτι μας για τα υπόλοιπα στρωσίδια!)
Γ. Πολλές φορές το πατητήρι είτονε εύκολος τόπος αποθήκευσης της ελιάς μέχρι να την πάνε στη φάμπρικα. Εκείνα τα χρόνια τα λιομαζώματα ξεκινούσανε τον Οκτώβρη, τις ελιές τις ραβδίζαμε από το Δεκέμβρη και εξής, και συνεχίζαμε μέχρι το Φλεβάρη. Όλο αυτό το διάστημα μαζεύαμε καθημερινά ελιές που έπεφταν κάτω, και εθώργιες ούλο το χωργιό να γιαγέρνει τα λιοβουτήματα, με δυο-τρία μιγώμια έλιές, με τα μαρτάρικα πίσω απο το γαιδουράκι και τσοι μαζώχτρες να ξεσουβγιάζουνται να μαγεροτσικαλιάσουνε ότι θελα βρούνε, μιάς και η ταλαιπωρία και πείνα είτονε το καλύτερο ορεχτικό τσ΄εποχής μας… Σα θελα μαζευτούνε αρκετές ελιές, είτονε η σειρά των φαμπρικάριδων, που με τσοι κόφες στην πλάτη κουβαλούσανε τσ΄ελιές στη φάμρπικα για το άλεσμα, αδειάζοντας το πατητήρι.
ΦΟΥΡΝΟΣ
(Είχα βρεί πολλές φορές τη μάνα μου να γούζεται* προσπαθώντας να συμμαζώξει τα κατσουμάντερα* του ζυμωτού, και να διαρμιστεί* τσ΄αυλές του σπιθιού μας, απίτις θελαποζυμώσει καμμιά τσαπατσούλα γειτόνισα:
-Αδικονατση λάχει, μπλιό, α δε ετσέ μούσχεται να μην τση ξαναδοσω το φούρνο να ζυμώσει… Ήρθενε με τη νύφη τζη, εζυμώσανε, επήρανε το απαλό ψωμί και εδρομώσανε… Εφίκανέ μου να πλύνω το σοφρά, τη σκάφη, τσοι λεκανίδες, να παρασύρω* (=σκουπίζω) τσ΄αυλές και να παραπαντίσω* (=βάζω παράπαντας*), τα χρειασίδια μου (Σημειωτέον, πως όσοι είχαν το φούρνο είχαν και τα γενικής μεν χρήσης, μα και απαραίτητα για το φούρνο εργαλεία, που πολλές φορές χρησιμοποιούσαν οι επισκέπτες-νοικοκυραίοι, για να μην κουβαλούν τα ογκώδη δικά τους από το σπίτι τους. Έτσι, ο έχων φούρνο είχε να δόσει και τα εξαρτήματα αυτά (σκάφη, σοφρά, μπουγαδοτσίκαλο, ταβλες, ξυλίκι κλπ), μα και το σπουδαιότερο, να ΚΑΘΟΔΗΓΕΙ καθόλη τη διαρκεια του ζυμωτού όλα τα στάδια, μιάς και είχε μεγαλύτερη εμπειρία: Εγροίκουνα και πάλι τη μάνα μου:
-Σύμπαινε* μπρε Γιώργη το φούρνο, δε θωρείς Μαρία πως ανέβηκε το προζύμι; ή : -Αντέστε να πλάσομενε, γερά-γερά το ζυμωτό γιατί κοντεύει να γενεί (τ.ε. έτοιμος να ψήσει τα καρβέλια) ο φούρνος και μέχρι να ανεβούνε (=τ. ε. να φουσκώσουνε) τα ψωμιά θα ξεπυρώσει ο φούρνος….) ‘ Από όλα τα παραπάνω, στην Κρήτη τουλάχιστο, έχει μείνει μιά φράση-απονεινάρι της τέχνης του ζυμωτού: “Εδά απούχει ο φούρνος την πυριά”, που απλά σημαίνει στην κυριολεξία: πως το φούρνισμα πρέπει να γίνει στην κατάλληλη θερμοκρασία-θερμοχωρητικότητα του φούρνου. Μεταφορικά σημαίνει πως πρέπει κάθε ενέργεια οφείλει να γίνεται σε σωστή σχέση-συνάφεια με τις σχετιζόμενες πράξεις μας, η ακόμα πιό μοντέρνα, το σωστό timing, όπως απαιτούν οι σύγχρονες ορολογίες ).
ΟΙ ΧΡΕΙΓΙΕΣ
Μια ομάδα από χρειαζούμενα ήταν οι χρειγιές.
Η ευθεία έννοια της χρειγιάς είναι εκείνη του χρειαζούμενου, άλλωστε είναι φανερή η κοινή τους ρίζα.
Όμως, τις χρειγιές επικαλούνταν κυρίως όταν η ομάδα σκευών-εργαλείων που αναφερόταν με αυτή την επίκληση, αφορούσε κυρίως είδη εργαλείων-σκευών, που ήσαν αποδέκτες-φορείς κάποιων παρασκευαζομένων ή συλλεγομενων αγαθών. Π.χ, Τελειώνοντας τον τρυγητό της ημέρας οφείλαμε να μαζεψομε τις “χρειγιές” τ.ε τα καλάθια, κοφίνια, καφάσια κ.ά. , όπου συλλέγαμε τα σταφύλια. Το ίδιο ίσχυε όταν συλλέγαμε τα παντός είδους κηπευτικά. Ακόμα, και στα χοιροσφάγια, όπου και πάλι ο τελικός στοχος ήταν εκείνος της “συλλογής” του χοιρινού σε αναλώσιμη μορφή, η εργασία απαιτούσε διαφόρων κατηγοριών “χρειγιές” που στο τέλος ώφειλαν να συλλεγούν και να τακτοποιηθούν-φυλαχθούν. (Μπρε Κωστή, ταχυτέρου θα σάξω τα σύγλινα, μα δεν έχομε κακονίζικο, χρειγιά να τα βάλομενε. Πάρε μπρε μιά συγλινοκουρούπα, πάρε και μιά πετρολεκανίδα να καταστέσομεν τσ΄αμαθιές, οντε θα σφάξομενε το χοίρο μας.)
Μιά σοβαρή και ενιαία ομάδα ήταν και οι χρειγιές του ζυμωτού. Αυτή η ομάδα αφορούσε τη σκάφη, που φτιάχναμε το ζυμάρι, το σοφρά που πλάθαμε το ψωμί, τσοι τάβλες που θέταμε τα άψητα ψωμιά. Ακόμα, μιά ομάδα χρειγιές ήσαν εκείνες για το ξεφούρνισμα: Τα σκεύη όπου θα βάζαμε τους ντάγκους για μεταφορά -φύλαξη στο σπίτι του νοικοκύρη (πχ καλάθια, κοφίνια λευκά υφαντά σακιά ή και πιθάργια για τη φύλαξη του ψωμιού). Μιά άλλη ομάδα ανήκε στα χρειαζούμενα του φούρνου, (τρίφτης, πανιστής, φτυάρι), όμως αυτά δεν ήσαν χρειγιές…
Αμα ξανοίξει κεινείς, από παε κι΄αποκέ* (=δώθε κείθε), σε διάφορα μέρη της Ελλάδας, ή και στο ιντερνέτ, θα δει πολλώ λογιώ πατητήρια. Εγώ θα περιγράψω το πατητήρι του κυρού μου, ένα πατητήρι πολλαπλών χρήσεων, σύμφωνα και με τη μοντέρνα ορολογία.
Α. Σαν εμεγάλωσε το λιάτικο αμπελάκι του πατέρα μου γυρο στο 1955, εσκεφτηκε να σάξει ενα πατητήρι στο σπίτι μας. Στη γωνιιά λοιπόν ενός δωματίου-κρεβατοκάμαρας, απούχαμε και τα κουνέλια παλιά, έφτιαξε μιά ορθογώνια τσιμεντένια κατασκευή, 1,5Χ2 μέτρα 1,20 μέτρα ψηλή. Από τη μιά μεριά άνοιξε μιά τρύπα στον πάτο και στο έξω μέρος (μέσα στο δωμάτιο) έφτιαξε ένα τετράγωνο με διαστάσεις 0,5Χ0,5 μέτρα και μισό μέτρο βαθύ, ένα συλλέγκτη επίσης τσιμεντένιο, το δοχειό (τονισμένο στή λήγουσα!). Αυτό ήταν το πατητήρι μας.
(Η μιά κουβέντα φέρνει την άλλη… Μιάς και σας είπα για τα κουνέλια μας, ζωα που φοβούνται εύκολα, αν και τάχαμε στα πόδια μας συνεχώς, Πολλές φορές βγαίνανε από το δωμάτιο που τα είχαμε και έτρεχαν στην αυλή, ψάχνοντας για τροφή, ενώ μέσα στο ίδιο το δωμάτιο έσκαβαν με τά πόδια του φτιάχνοντας στα θεμέλια του σπιτιού φωλιές (όπου γενούσαν) τις μήνες (Προφανώς λατινογενές εκ του mine (ορυχείο)) και κινδυνευοντας να γκρεμίσουν κανένα τοίχο του σπιτιού. Έτσι, αργότερα, φτιάξαμε ένα ξέχωρο κουνελόσπιτο, εξω από το σπίτι που μέναμε).
Σαν ειρχουντανε ο καιρός, εφέρναμε τα λιάτικα σταφύλια στο πατηρήρι με το γαϊδαρο και τσοι κόφες, και σχεδόν γέμωζε το πατητήρι. Μετά, εγώ και ο κύρης μου ξυπόλυτοι αρχινούσαμε το πάτημα των σταφυλιών. Ο μούστος έτρεχε από τον πάτο στο δοχειό, και από εκεί με τον κουβά τον κατεβάζαμε στο υπογειο, ντελόγο* στο κρασοβάρελο.
Απίτις θελαποπατήσωμενε τα σταφύλια, αφίναμε τα τσίκουδα κειναδυο μέρες να στραγγίξουνε και μετά τα βάναμε σε ένα πιθάρι και τα σκεπάζαμε. Σε ένα μήνα ο μούστος απούχενε μείνει στα τσίκουδα είχενε γενεί οινόπνευμα και είτονε έτοιμα να πάνε στο καζάνι για ρακή…
Ο μούστος στο κρασοβάρελο, έβραζε και γούζουντανε* (τον εγροίκας άμα θελαβάλεις τ΄αυτί σου στοι ντόγιες* του κρασοβάρελου), περιμένοντας τσοι τρεις του Νοέμπρη, τ΄Αι Γιώργη του Μεθυστή, να τ΄ανοίξουνε οι νοικοκυραίοι και να γενούνε τάπα στο μεθύσι, τιμώντας δεόντως τον Αι Γιώργη, μεγάλη η χάρη ντου…
Β. Σαν ετέλευε ο τρύγος, το πατητήρι είτονε διαθέσιμο για να βάνει ο νοικοκύρης ότι είθελε. Πολλές φορές εβάνανε καρπό (σταρι ή κριθάρι), μετά τον αλωνάρη. Μιά συνηθισμένη χρήση είτονε να μετατραπεί το πατητήρι σε κρεβάτι: μερικές τάβλες, αυτές απου είχαμενε για να φουρνίζομενε και τα ψωμιά του ζυμωτού, και καναδυό τσούλες, και είτονε έτοιμο το κρεββάτι τω κοπελιών! (Και μιάς και θωρώ καμπόσους καλομαθημένους να με στραβοξανοίγουνε γιατί εξέχασα το … στρωματέξ, απλά σας πληροφορώ, πως εμείς οι καμπίτες (τ.ε. κάτοικοι του κάμπου) είχαμενε και την… πολυτέλεια να κόψουμε ενα-δυο δεμάθια λάχαρες*, να τσοι ξεράνουμε και και να φτιάξωμενε ένα πολύ μαλακό στρώμα πάνω από τσοι τάβλες. Δεν κατέχω ειντα κιαολιάς εκάνανε οι πανωριζίτες, μα σάϊκα δεν επαραγγέλνανε …μπαμπακερό στρώμα (Το μπαμπάκι είτανε δυσεύρετο. (Διαβάσετε παραπάνω για το λύχνο). Πολλές φορές, γιά φυτίλι στο λύχνο, απλά κόβαμε μιά ταινία-κουρέλι από καταστραμένο ρούχο που δεν έπαιρνε μπλιό μπαλώματα, και το φυτίλι ήταν έτοιμο….) Και πάλι όμως, το στρώμα με τσοι λάχαρες ήτανε περισσότερο εξάρτημα του πιό …σοβαρού κρεβατιού: Εκείνου του κύρη και τση μάνας μου: Δυό τρίποδα (τετράποδα στην πραγματικότητα), ένα στην πάνω και ένα στην κάτω μεριά του κρεββατιού , από πάνω οι τάβλες, από πάνω οι λάχαρες, και έτοιμο το κρεββάτι μας για τα υπόλοιπα στρωσίδια!)
Γ. Πολλές φορές το πατητήρι είτονε εύκολος τόπος αποθήκευσης της ελιάς μέχρι να την πάνε στη φάμπρικα. Εκείνα τα χρόνια τα λιομαζώματα ξεκινούσανε τον Οκτώβρη, τις ελιές τις ραβδίζαμε από το Δεκέμβρη και εξής, και συνεχίζαμε μέχρι το Φλεβάρη. Όλο αυτό το διάστημα μαζεύαμε καθημερινά ελιές που έπεφταν κάτω, και εθώργιες ούλο το χωργιό να γιαγέρνει τα λιοβουτήματα, με δυο-τρία μιγώμια έλιές, με τα μαρτάρικα πίσω απο το γαιδουράκι και τσοι μαζώχτρες να ξεσουβγιάζουνται να μαγεροτσικαλιάσουνε ότι θελα βρούνε, μιάς και η ταλαιπωρία και πείνα είτονε το καλύτερο ορεχτικό τσ΄εποχής μας… Σα θελα μαζευτούνε αρκετές ελιές, είτονε η σειρά των φαμπρικάριδων, που με τσοι κόφες στην πλάτη κουβαλούσανε τσ΄ελιές στη φάμρπικα για το άλεσμα, αδειάζοντας το πατητήρι.
ΦΟΥΡΝΟΣ
(Είχα βρεί πολλές φορές τη μάνα μου να γούζεται* προσπαθώντας να συμμαζώξει τα κατσουμάντερα* του ζυμωτού, και να διαρμιστεί* τσ΄αυλές του σπιθιού μας, απίτις θελαποζυμώσει καμμιά τσαπατσούλα γειτόνισα:
-Αδικονατση λάχει, μπλιό, α δε ετσέ μούσχεται να μην τση ξαναδοσω το φούρνο να ζυμώσει… Ήρθενε με τη νύφη τζη, εζυμώσανε, επήρανε το απαλό ψωμί και εδρομώσανε… Εφίκανέ μου να πλύνω το σοφρά, τη σκάφη, τσοι λεκανίδες, να παρασύρω* (=σκουπίζω) τσ΄αυλές και να παραπαντίσω* (=βάζω παράπαντας*), τα χρειασίδια μου (Σημειωτέον, πως όσοι είχαν το φούρνο είχαν και τα γενικής μεν χρήσης, μα και απαραίτητα για το φούρνο εργαλεία, που πολλές φορές χρησιμοποιούσαν οι επισκέπτες-νοικοκυραίοι, για να μην κουβαλούν τα ογκώδη δικά τους από το σπίτι τους. Έτσι, ο έχων φούρνο είχε να δόσει και τα εξαρτήματα αυτά (σκάφη, σοφρά, μπουγαδοτσίκαλο, ταβλες, ξυλίκι κλπ), μα και το σπουδαιότερο, να ΚΑΘΟΔΗΓΕΙ καθόλη τη διαρκεια του ζυμωτού όλα τα στάδια, μιάς και είχε μεγαλύτερη εμπειρία: Εγροίκουνα και πάλι τη μάνα μου:
-Σύμπαινε* μπρε Γιώργη το φούρνο, δε θωρείς Μαρία πως ανέβηκε το προζύμι; ή : -Αντέστε να πλάσομενε, γερά-γερά το ζυμωτό γιατί κοντεύει να γενεί (τ.ε. έτοιμος να ψήσει τα καρβέλια) ο φούρνος και μέχρι να ανεβούνε (=τ. ε. να φουσκώσουνε) τα ψωμιά θα ξεπυρώσει ο φούρνος….) ‘ Από όλα τα παραπάνω, στην Κρήτη τουλάχιστο, έχει μείνει μιά φράση-απονεινάρι της τέχνης του ζυμωτού: “Εδά απούχει ο φούρνος την πυριά”, που απλά σημαίνει στην κυριολεξία: πως το φούρνισμα πρέπει να γίνει στην κατάλληλη θερμοκρασία-θερμοχωρητικότητα του φούρνου. Μεταφορικά σημαίνει πως πρέπει κάθε ενέργεια οφείλει να γίνεται σε σωστή σχέση-συνάφεια με τις σχετιζόμενες πράξεις μας, η ακόμα πιό μοντέρνα, το σωστό timing, όπως απαιτούν οι σύγχρονες ορολογίες ).
ΟΙ ΧΡΕΙΓΙΕΣ
Μια ομάδα από χρειαζούμενα ήταν οι χρειγιές.
Η ευθεία έννοια της χρειγιάς είναι εκείνη του χρειαζούμενου, άλλωστε είναι φανερή η κοινή τους ρίζα.
Όμως, τις χρειγιές επικαλούνταν κυρίως όταν η ομάδα σκευών-εργαλείων που αναφερόταν με αυτή την επίκληση, αφορούσε κυρίως είδη εργαλείων-σκευών, που ήσαν αποδέκτες-φορείς κάποιων παρασκευαζομένων ή συλλεγομενων αγαθών. Π.χ, Τελειώνοντας τον τρυγητό της ημέρας οφείλαμε να μαζεψομε τις “χρειγιές” τ.ε τα καλάθια, κοφίνια, καφάσια κ.ά. , όπου συλλέγαμε τα σταφύλια. Το ίδιο ίσχυε όταν συλλέγαμε τα παντός είδους κηπευτικά. Ακόμα, και στα χοιροσφάγια, όπου και πάλι ο τελικός στοχος ήταν εκείνος της “συλλογής” του χοιρινού σε αναλώσιμη μορφή, η εργασία απαιτούσε διαφόρων κατηγοριών “χρειγιές” που στο τέλος ώφειλαν να συλλεγούν και να τακτοποιηθούν-φυλαχθούν. (Μπρε Κωστή, ταχυτέρου θα σάξω τα σύγλινα, μα δεν έχομε κακονίζικο, χρειγιά να τα βάλομενε. Πάρε μπρε μιά συγλινοκουρούπα, πάρε και μιά πετρολεκανίδα να καταστέσομεν τσ΄αμαθιές, οντε θα σφάξομενε το χοίρο μας.)
Μιά σοβαρή και ενιαία ομάδα ήταν και οι χρειγιές του ζυμωτού. Αυτή η ομάδα αφορούσε τη σκάφη, που φτιάχναμε το ζυμάρι, το σοφρά που πλάθαμε το ψωμί, τσοι τάβλες που θέταμε τα άψητα ψωμιά. Ακόμα, μιά ομάδα χρειγιές ήσαν εκείνες για το ξεφούρνισμα: Τα σκεύη όπου θα βάζαμε τους ντάγκους για μεταφορά -φύλαξη στο σπίτι του νοικοκύρη (πχ καλάθια, κοφίνια λευκά υφαντά σακιά ή και πιθάργια για τη φύλαξη του ψωμιού). Μιά άλλη ομάδα ανήκε στα χρειαζούμενα του φούρνου, (τρίφτης, πανιστής, φτυάρι), όμως αυτά δεν ήσαν χρειγιές…