ΑΘΛΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΑΘΛΗΤΕΣ ΣΤΟ ΠΑΝΑΗΡΙ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ
Με την ευκαιρία της γιορτής της Αγίας Παρασκευής, 26 Ιουλίου, παραθέτω μερικές «παλιογκαιρίσιες» αναμνήσεις για τα αθλητικά δρώμενα που συνόδευαν το πανηγύρι στο ομώνυμο χωριό του Δήμου Βισαλτίας (που μέχρι το 1950 ονομάζονταν Ξυλότρο).
Η «πάλη» ήταν το αγώνισμα που κυριαρχούσε, θα την αφήσω όμως τελευταία, ακριβώς λόγω της σπουδαιότητας που είχε.
Η «πάλη» ήταν το αγώνισμα που κυριαρχούσε, θα την αφήσω όμως τελευταία, ακριβώς λόγω της σπουδαιότητας που είχε.
1. ΑΛΜΑΤΑ και ΡΙΨΕΙΣ
Γίνονταν τις πρωϊνές ώρες, μόλις τελείωνε η λειτουργία της εκκλησίας, στο προαύλιο του Σχολείου. Οι αθλητές πηδούσαν «στο ένα», «στα τρία» και «στο ύψος» (άλματα απλούν, τριπλούν και εις ύψος), ενώ αγωνίζονταν και «στην πέτρα» (λιθοβολία). Ήταν διαδεδομένο και το αγώνισμα «στο ακόντιο», που όμως δεν γίνονταν τη μέρα του πανηγυριού, προς αποφυγή ατυχήματος. Οι μερακλήδες έριχναν το ακόντιο άλλες μέρες στον μερά, έξω από το χωριό. Για ακόντιο διάλεγαν ένα σαρίκι από βέργα καπνού.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1950 που κατασκευάστηκε το γήπεδο του χωριού, η τέλεση όλων αυτών
των αθλημάτων μεταφέρθηκε εκεί (πλην του ακοντίου και πάλι). Η αμοιβή για καθένα από αυτά τα αθλήματα ήταν ένα μικρό χρηματικό ποσό. Το διέθετε η επιτροπή αγώνων (που σχεδόν ταυτίζονταν με την εκκλησιαστική επιτροπή). Μια-δυο μέρες πριν από το πανηγύρι, η επιτροπή γυρνούσε στο χωριό και μάζευε μικρά και μεγάλα δώρα που πρόσφεραν οι κάτοικοι του χωριού.Γίνονταν τις πρωϊνές ώρες, μόλις τελείωνε η λειτουργία της εκκλησίας, στο προαύλιο του Σχολείου. Οι αθλητές πηδούσαν «στο ένα», «στα τρία» και «στο ύψος» (άλματα απλούν, τριπλούν και εις ύψος), ενώ αγωνίζονταν και «στην πέτρα» (λιθοβολία). Ήταν διαδεδομένο και το αγώνισμα «στο ακόντιο», που όμως δεν γίνονταν τη μέρα του πανηγυριού, προς αποφυγή ατυχήματος. Οι μερακλήδες έριχναν το ακόντιο άλλες μέρες στον μερά, έξω από το χωριό. Για ακόντιο διάλεγαν ένα σαρίκι από βέργα καπνού.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1950 που κατασκευάστηκε το γήπεδο του χωριού, η τέλεση όλων αυτών
2. ΑΓΩΝΕΣ ΔΡΟΜΟΥ
Στη συνέχεια, μετέβαιναν όλοι στην έξοδο του χωριού προς Νικόκλεια, όπου γίνονταν τα αθλήματα «στο κοσί» (τρέξιμο) και «στα άλογα» (ιπποδρομία). Αργότερα προστέθηκε και το αγώνισμα «στα ποδήλατα». Η αφετηρία των αγωνισμάτων αυτών ήταν στη Νικόκλεια και ο τερματισμός στην είσοδο του Ξυλότρου, όπου περίμεναν τους πρωτοπόρους οι ζουρνατζήδες (και το νταούλι φυσικά). Το έπαθλο εδώ ήταν συνήθως ένα αρνί ή ένα κατσίκι, που προσέφεραν στην εκκλησία οι κεχαϊάδες του χωριού ή και γειτονικών χωριών. Το τρέξιμο των αλόγων ήταν το θεαματικότερο: Όταν τα άλογα πλησίαζαν προς το τέρμα, οι ζουρνάδες και το νταούλι χτυπούσαν πιο δυνατά και τα άλογα ξετρελαίνονταν μέχρι να φτάσουν στο τέρμα.
Στη συνέχεια, μετέβαιναν όλοι στην έξοδο του χωριού προς Νικόκλεια, όπου γίνονταν τα αθλήματα «στο κοσί» (τρέξιμο) και «στα άλογα» (ιπποδρομία). Αργότερα προστέθηκε και το αγώνισμα «στα ποδήλατα». Η αφετηρία των αγωνισμάτων αυτών ήταν στη Νικόκλεια και ο τερματισμός στην είσοδο του Ξυλότρου, όπου περίμεναν τους πρωτοπόρους οι ζουρνατζήδες (και το νταούλι φυσικά). Το έπαθλο εδώ ήταν συνήθως ένα αρνί ή ένα κατσίκι, που προσέφεραν στην εκκλησία οι κεχαϊάδες του χωριού ή και γειτονικών χωριών. Το τρέξιμο των αλόγων ήταν το θεαματικότερο: Όταν τα άλογα πλησίαζαν προς το τέρμα, οι ζουρνάδες και το νταούλι χτυπούσαν πιο δυνατά και τα άλογα ξετρελαίνονταν μέχρι να φτάσουν στο τέρμα.
3. ΤΟ ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟ
Έρχονταν έτσι στο μεσημέρι και όλοι τραβούσαν για τα σπίτια τους, προκειμένου να απολαύσουν το γιορτινό τραπέζι. Νωρίς το απόγεμα (κατά τις 3 η ώρα) έβγαιναν για να απολαύσουν έναν φιλικό ποδοσφαιρικό αγώνα, που προστέθηκε στα αθλήματα κατά τις αρχές της δεκαετίας του 1950. Συνήθης αντίπαλος της τοπικής ομάδας ήταν αυτή του γειτονικού Αβδαμάλ (η «Δόξα» Σησαμιάς).
Το πρώτο γήπεδο ποδοσφαίρου ήταν στη «γελαδίστρα», δηλαδή στο χώρο όπου ο γελαδάρης παραλάμβανε κάθε πρωϊ και παρέδινε κάθε βράδυ τα γελάδια, και ειδικότερα τα «χαϊμανάδια» (όσα δεν χρησιμοποιούνταν για εργασίες). Η γελαδίστρα βρίσκονταν στην ανατολική άκρη του χωριού και εκτείνονταν από το σπίτι του Παλιπάπτσιου (Φωτούδη) μέχρι τον μερά. Έστηναν με ξύλα δυο «εστίες» και ...έτοιμο το γήπεδο. Μερικοί από τους πιο παλιούς ποδοσφαιριστές του Ξυλότρου ήταν οι: Θωμάς Νάσκος, Αντώνης Φραντζανάς, Θεοχάρης Κολτσιάκης (τερματοφύλακας), Παναγιώτης Κόκκινος, Μπέλντοβας, Σάκης Ουζουνούδης κ.ά. Στις αρχές της 10/ετίας του 1950, το γήπεδο μεταφέρθηκε στη σημερινή του θέση και ιδρύθηκε επισήμως η ομάδα «Μέγας Αλέξανδρος». Το όνομα προτάθηκε από τον τότε διακεκριμένο ποδοσφαιριστή Αλέξη Φραντζανά και έγινε ομοφώνως αποδεκτό από τη ...συνέλευση όλων των ποδοσφαιριστών και λοιπών παρισταμένων. Τερματοφύλακας στην ομάδα αυτή ήταν ο Νικόλας Γραμματικός.
Στις δεκαετίες του 1950 και 1960, ο «Μέγας Αλέξανδρος» φιλοξένησε στις τάξεις του πολύ καλούς ποδοσφαιριστές, όπως: Οι αδελφοί Νίκος και Βασίλης Ουζουνούδης, Νίκος και Βαγγέλης Μπαρτζούδης, Νίκος και Θεολόης Φίτσιος, Γιώργος Κολτσιάκης, Αλέκος Κωστίδης, Μήτσιος Καλαϊτζής κ.ά. Τερματοφύλακες χρημάτισαν οι Βασίλης και Βαγγέλης Παρλαπάνης (Τσιακ’ρης) και ο Παναγιώτης Φραντζανάς. Έπαιζαν επίσης ο Θανάσης Οκομούσης, Δημητράκης Γκούτσικας κά.
Έρχονταν έτσι στο μεσημέρι και όλοι τραβούσαν για τα σπίτια τους, προκειμένου να απολαύσουν το γιορτινό τραπέζι. Νωρίς το απόγεμα (κατά τις 3 η ώρα) έβγαιναν για να απολαύσουν έναν φιλικό ποδοσφαιρικό αγώνα, που προστέθηκε στα αθλήματα κατά τις αρχές της δεκαετίας του 1950. Συνήθης αντίπαλος της τοπικής ομάδας ήταν αυτή του γειτονικού Αβδαμάλ (η «Δόξα» Σησαμιάς).
Το πρώτο γήπεδο ποδοσφαίρου ήταν στη «γελαδίστρα», δηλαδή στο χώρο όπου ο γελαδάρης παραλάμβανε κάθε πρωϊ και παρέδινε κάθε βράδυ τα γελάδια, και ειδικότερα τα «χαϊμανάδια» (όσα δεν χρησιμοποιούνταν για εργασίες). Η γελαδίστρα βρίσκονταν στην ανατολική άκρη του χωριού και εκτείνονταν από το σπίτι του Παλιπάπτσιου (Φωτούδη) μέχρι τον μερά. Έστηναν με ξύλα δυο «εστίες» και ...έτοιμο το γήπεδο. Μερικοί από τους πιο παλιούς ποδοσφαιριστές του Ξυλότρου ήταν οι: Θωμάς Νάσκος, Αντώνης Φραντζανάς, Θεοχάρης Κολτσιάκης (τερματοφύλακας), Παναγιώτης Κόκκινος, Μπέλντοβας, Σάκης Ουζουνούδης κ.ά. Στις αρχές της 10/ετίας του 1950, το γήπεδο μεταφέρθηκε στη σημερινή του θέση και ιδρύθηκε επισήμως η ομάδα «Μέγας Αλέξανδρος». Το όνομα προτάθηκε από τον τότε διακεκριμένο ποδοσφαιριστή Αλέξη Φραντζανά και έγινε ομοφώνως αποδεκτό από τη ...συνέλευση όλων των ποδοσφαιριστών και λοιπών παρισταμένων. Τερματοφύλακας στην ομάδα αυτή ήταν ο Νικόλας Γραμματικός.
Στις δεκαετίες του 1950 και 1960, ο «Μέγας Αλέξανδρος» φιλοξένησε στις τάξεις του πολύ καλούς ποδοσφαιριστές, όπως: Οι αδελφοί Νίκος και Βασίλης Ουζουνούδης, Νίκος και Βαγγέλης Μπαρτζούδης, Νίκος και Θεολόης Φίτσιος, Γιώργος Κολτσιάκης, Αλέκος Κωστίδης, Μήτσιος Καλαϊτζής κ.ά. Τερματοφύλακες χρημάτισαν οι Βασίλης και Βαγγέλης Παρλαπάνης (Τσιακ’ρης) και ο Παναγιώτης Φραντζανάς. Έπαιζαν επίσης ο Θανάσης Οκομούσης, Δημητράκης Γκούτσικας κά.
4. Η ΠΑΛΗ
Ίσως να ξενίζει μερικούς, αλλά οι παλιοί την έλεγαν «τουρκική πάλη». Γίνονταν τις απογευματινές ώρες, με τον κατάψυο, στο χώρο που βρίσκεται δίπλα από την εκκλησία, προς του Κακάρη το σπίτι.
Δεν είμαι ειδικός, όμως νομίζω ότι ήταν κάτι μεταξύ Ρωμαϊκής και Ελεύθερης πάλης. Οι παλαιστές φορούσαν κισπέτια και αλείφονταν με λάδι πριν από τον αγώνα. Νικητής ήταν αυτός που θα έριχνε ανάσκελα τον αντίπαλό του στην παλαίστρα ή θα του έσφιγγε το σώμα τόσο πολύ ώστε να τον αναγκάσει «να βάλει πες», να δεχτεί δηλαδή την ήττα του. Μετά τον αγώνα οι δύο αθλητές (νικητής και ηττημένος) έπιαναν μαζί ένα μαντήλι και το περιέφεραν στους θεατές για «πάρσα» (χρηματικό φιλοδώρημα).
Υπήρχε βέβαια και το μεγάλο δώρο που διέθετε η επιτροπή αγώνα. Για τον νικητή που πάλεψε στο μπάσι (πρώτη κατηγορία), το δώρο ήταν ένα δαμάλι ή τουλάχιστον ένα κότσι (κριάρι), που συνήθως ήταν προσφορά κάποιου πιστού προς την εκκλησία. Στη μεσαία κατηγορία (ορτά) το δώρο ήταν ένα ζυγούρι. Κατά κανόνα όμως, η μεσαία κατηγορία περιλάμβανε δύο υποκατηγορίες, το Μπουγιούκ Ορτά (μεγάλη μεσαία) και το Κιτσιούκ Ορτά (μικρή μεσαία). Για την τελευταία, το σύνηθες δώρο ήταν ένα κατσίκι. Τέλος, υπήρχε και η κατηγορία των μικρών όπου πάλευαν τα τζιουτζιουκλάρια, σε πολλά ζευγάρια, με δώρο ένα προσόψι για κάθε νικητή (ή και ...ηττημένο!).
Οι παλαιστές της τουρκικής πάλης έπρεπε φυσικά να έχουν δυνατό σώμα αλλά επίσης να γνωρίζουν πολλά τσιαλούμια (κόλπα, τεχνάσματα). Οι παλιοί λέγαν ότι ο Άγγελος Ντάνης από τη Νιγρίτα (που αναφέρεται και ως Μακεδονομάχος) ήταν πολύ τσιαλουμτζής και ακατανίκητος. Θυμάμαι, στο τέλος της δεκαετίας του 1940 τον γερο-Βασίλη Κουτσιρούμπα. Κατάγονταν από τη Νικόκλεια αλλά μετακόμισε οικογενειακώς στο Ξυλότρο λόγω του ανταρτοπολέμου. Κατοικούσε εκεί που είναι τώρα το σπίτι του Κώστα του Μήτα. Ήταν γείτονάς μας. Μπούρλιαζαν τον καπνό κάτω από 2-3 μεγάλα καραγάτσια και μάθαινε τσιαλούμια στους γιους του: Στον Παράσχο, στον Βαγγέλη, στον Μωτό (Δημητρό), στον Πασχάλη αλλά και ...στην κόρη του την Κατερίνα.
Εκείνα τα χρόνια όμως, και μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1950, εδέσποζε στην τουρκική πάλη ο Παπαναγιώτου από το Αδελφικό. Δεν είχε ισάξιο αντίπαλο. Συνήθως οι επιτροπές αγώνων επέλεγαν τον Μωτό Κουτσιρούμπα για να γίνει το ζευγάρι, ο Παπαναγιώτου όμως τον ...έπαιζε με το ένα χέρι (ή ...πόδι).
Με την αποχώρηση του Παπαναγιώτου, απολύθηκε από το στρατό ο Πασχάλης Κουτσιρούμπας και αμέσως βγήκε στο μπάσι. Στην αρχή είχε για αντίπαλο τον «ποστόλη τον Τούρκο»από το Διδυμότειχο,και τα κατάφερνε μια χαρά. Αργότερα όμως βγήκαν στην πιάτσα δυο πολύ καλοί Πόντιοι παλαιστές, ο Σταύρος και ο Ιωακείμ και μάλλον τα βρήκε σκούρα. Στο πανηγύρι του Αη-Θανάση της Σούρπας (2 Μαϊου) πάλευε στο μπάσι με τον Σταύρο και φαίνονταν ότι «τον έχει». Όμως, σε κάποια στιγμή, πηγαίνοντας να τον γυρίσει ανάσκελα, βρήκε χώμα η μισή δεξιά πλάτη του Κουτσιρούμπα. Η χωμάτινη στάμπα στο λαδωμένο σώμα, εδίχασε την επιτροπή. Τελικά η πάλη συνεχίστηκε μέχρι να σμουχριάσει, οπότε αναδείχτηκαν ισόπαλοι.
Όμως, το πραγματικό αντίπαλο δέος του Κουτσιρούμπα δεν ήταν ο Σταύρος αλλά ο άλλος Πόντιος, ο Ιωακείμ: Εκείνη τη μέρα στον Αη-Θανάση είχε αρχίσει από το κιουτσούκ-ορτά και «καθάρισε» 5-6 αντιπάλους, μαζεύοντας κατσίκια, ζυγούρια και κριάρια. Είχε προοπτική να φτάσει μέχρι τον Κουτσιρούμπα, στο μπάσι, να διεκδικήσει και το ταυρί (το μεγάλο έπαθλο), αν έχανε ο Σταύρος. Όμως πρόλαβε το σκοτάδι και έτσι δεν τα κατάφερε. Στην συνέχεια όμως, σε άλλα πανηγύρια, ο Ιωακείμ έβγαινε κατευθείαν στο μπάσι, δυσκολεύοντας στο έπακρο τον Κουτσιρούμπα. Ο Ιωακείμ ήταν πραγματικός σφικτήρας: Τύλιγε τα χέρια και τα πόδια του στο σώμα του αντιπάλου και τον έσφιγγε γερά μέχρι να βάλει «πες»!
Πολλοί, από τα άλλα χωριά, συγκατέλεγαν στους Κουτσιρουμπαίους και τον Πασχάλη Φωτούδη. Ήταν πολύ καλός παλαιστής, τσιαλουμτζής που πάλευε στη μεσαία κατηγορία (ορτά). Ένας από τους αντιπάλους του, του χεριού του (αν και πολύ καλός παλαιστής) ήταν ο Κερέζης από την Καμήλα.
Ίσως να ξενίζει μερικούς, αλλά οι παλιοί την έλεγαν «τουρκική πάλη». Γίνονταν τις απογευματινές ώρες, με τον κατάψυο, στο χώρο που βρίσκεται δίπλα από την εκκλησία, προς του Κακάρη το σπίτι.
Δεν είμαι ειδικός, όμως νομίζω ότι ήταν κάτι μεταξύ Ρωμαϊκής και Ελεύθερης πάλης. Οι παλαιστές φορούσαν κισπέτια και αλείφονταν με λάδι πριν από τον αγώνα. Νικητής ήταν αυτός που θα έριχνε ανάσκελα τον αντίπαλό του στην παλαίστρα ή θα του έσφιγγε το σώμα τόσο πολύ ώστε να τον αναγκάσει «να βάλει πες», να δεχτεί δηλαδή την ήττα του. Μετά τον αγώνα οι δύο αθλητές (νικητής και ηττημένος) έπιαναν μαζί ένα μαντήλι και το περιέφεραν στους θεατές για «πάρσα» (χρηματικό φιλοδώρημα).
Υπήρχε βέβαια και το μεγάλο δώρο που διέθετε η επιτροπή αγώνα. Για τον νικητή που πάλεψε στο μπάσι (πρώτη κατηγορία), το δώρο ήταν ένα δαμάλι ή τουλάχιστον ένα κότσι (κριάρι), που συνήθως ήταν προσφορά κάποιου πιστού προς την εκκλησία. Στη μεσαία κατηγορία (ορτά) το δώρο ήταν ένα ζυγούρι. Κατά κανόνα όμως, η μεσαία κατηγορία περιλάμβανε δύο υποκατηγορίες, το Μπουγιούκ Ορτά (μεγάλη μεσαία) και το Κιτσιούκ Ορτά (μικρή μεσαία). Για την τελευταία, το σύνηθες δώρο ήταν ένα κατσίκι. Τέλος, υπήρχε και η κατηγορία των μικρών όπου πάλευαν τα τζιουτζιουκλάρια, σε πολλά ζευγάρια, με δώρο ένα προσόψι για κάθε νικητή (ή και ...ηττημένο!).
Οι παλαιστές της τουρκικής πάλης έπρεπε φυσικά να έχουν δυνατό σώμα αλλά επίσης να γνωρίζουν πολλά τσιαλούμια (κόλπα, τεχνάσματα). Οι παλιοί λέγαν ότι ο Άγγελος Ντάνης από τη Νιγρίτα (που αναφέρεται και ως Μακεδονομάχος) ήταν πολύ τσιαλουμτζής και ακατανίκητος. Θυμάμαι, στο τέλος της δεκαετίας του 1940 τον γερο-Βασίλη Κουτσιρούμπα. Κατάγονταν από τη Νικόκλεια αλλά μετακόμισε οικογενειακώς στο Ξυλότρο λόγω του ανταρτοπολέμου. Κατοικούσε εκεί που είναι τώρα το σπίτι του Κώστα του Μήτα. Ήταν γείτονάς μας. Μπούρλιαζαν τον καπνό κάτω από 2-3 μεγάλα καραγάτσια και μάθαινε τσιαλούμια στους γιους του: Στον Παράσχο, στον Βαγγέλη, στον Μωτό (Δημητρό), στον Πασχάλη αλλά και ...στην κόρη του την Κατερίνα.
Εκείνα τα χρόνια όμως, και μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1950, εδέσποζε στην τουρκική πάλη ο Παπαναγιώτου από το Αδελφικό. Δεν είχε ισάξιο αντίπαλο. Συνήθως οι επιτροπές αγώνων επέλεγαν τον Μωτό Κουτσιρούμπα για να γίνει το ζευγάρι, ο Παπαναγιώτου όμως τον ...έπαιζε με το ένα χέρι (ή ...πόδι).
Με την αποχώρηση του Παπαναγιώτου, απολύθηκε από το στρατό ο Πασχάλης Κουτσιρούμπας και αμέσως βγήκε στο μπάσι. Στην αρχή είχε για αντίπαλο τον «ποστόλη τον Τούρκο»από το Διδυμότειχο,και τα κατάφερνε μια χαρά. Αργότερα όμως βγήκαν στην πιάτσα δυο πολύ καλοί Πόντιοι παλαιστές, ο Σταύρος και ο Ιωακείμ και μάλλον τα βρήκε σκούρα. Στο πανηγύρι του Αη-Θανάση της Σούρπας (2 Μαϊου) πάλευε στο μπάσι με τον Σταύρο και φαίνονταν ότι «τον έχει». Όμως, σε κάποια στιγμή, πηγαίνοντας να τον γυρίσει ανάσκελα, βρήκε χώμα η μισή δεξιά πλάτη του Κουτσιρούμπα. Η χωμάτινη στάμπα στο λαδωμένο σώμα, εδίχασε την επιτροπή. Τελικά η πάλη συνεχίστηκε μέχρι να σμουχριάσει, οπότε αναδείχτηκαν ισόπαλοι.
Όμως, το πραγματικό αντίπαλο δέος του Κουτσιρούμπα δεν ήταν ο Σταύρος αλλά ο άλλος Πόντιος, ο Ιωακείμ: Εκείνη τη μέρα στον Αη-Θανάση είχε αρχίσει από το κιουτσούκ-ορτά και «καθάρισε» 5-6 αντιπάλους, μαζεύοντας κατσίκια, ζυγούρια και κριάρια. Είχε προοπτική να φτάσει μέχρι τον Κουτσιρούμπα, στο μπάσι, να διεκδικήσει και το ταυρί (το μεγάλο έπαθλο), αν έχανε ο Σταύρος. Όμως πρόλαβε το σκοτάδι και έτσι δεν τα κατάφερε. Στην συνέχεια όμως, σε άλλα πανηγύρια, ο Ιωακείμ έβγαινε κατευθείαν στο μπάσι, δυσκολεύοντας στο έπακρο τον Κουτσιρούμπα. Ο Ιωακείμ ήταν πραγματικός σφικτήρας: Τύλιγε τα χέρια και τα πόδια του στο σώμα του αντιπάλου και τον έσφιγγε γερά μέχρι να βάλει «πες»!
Πολλοί, από τα άλλα χωριά, συγκατέλεγαν στους Κουτσιρουμπαίους και τον Πασχάλη Φωτούδη. Ήταν πολύ καλός παλαιστής, τσιαλουμτζής που πάλευε στη μεσαία κατηγορία (ορτά). Ένας από τους αντιπάλους του, του χεριού του (αν και πολύ καλός παλαιστής) ήταν ο Κερέζης από την Καμήλα.
ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ σε όλους τους φίλους και σε όλους τους απανταχού Ξυλοτρονούς και Ξυλοτρονιές!