TO ΕΘΙΜΟ ΤΟΥ ΚΛΗΔΩΝΑ
ΙΣΤΟΡΙΑ – ΑΡΧΑΙΕΣ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ
1. Ο Κλήδωνας είναι ένα έθιμο που έχει τις ρίζες του στην αρχαιότητα. Στην εποχή του Ομήρου, χρησιμοποιούσαν τη μαγεία του Κλήδωνα για να μαντέψουν τα μελλούμενα. Ο Παυσανίας (Βοιωτικά, 11, 7), σχετικά με τον κλήδονα, αναφέρει τα εξής: «Στη συνέχεια του Ηρακλείου (της Θήβας) υπάρχει γυμνάσιο και στάδιο, που και τα δυο έχουν το όνομα του Θεού. Πέρα από το Σωφρονιστήρα λίθο υπάρχει βωμός του Απόλλωνα του επονομαζόμενου Σποδίου. Ο Βωμός του Απόλλωνα σχηματίστηκε από τη στάχτη των σφαγίων. Εδώ συνηθίζεται μαντική από κληδόνων («μαντική δε καθέστηκεν αυτόθι από κληδόνων»), την οποία ξέρω ότι τη χρησιμοποιούν οι Σμυρνιοί περισσότερο απ’ όλους τους Έλληνες και οι Σμυρνιοί έχουν πάνω από τη πόλη, έξω από το τείχος, ιερό των κληδόνων («κληδόνων ιερόν»). Παλιά οι
Θηβαίοι θυσίαζαν ταύρους στον Σπόδιο Απόλλωνα». Στα χρόνια του Βυζαντίου συναντάμε το έθιμο σαν λατρεία του Ήλιου. Φωτιές ανάβονται και ο λαός πηδά πάνω απ΄ αυτές για να εξαγνίσει το κακό, όπως και σήμερα. Με τα χρόνια ο Κλήδωνας χάνει το χαρακτήρα της γενικής μαντικής και περιορίζεται στους ερωτικούς χρησμούς. Η θεά Κλήδωνα αποσύρεται σιωπηλά και δίνει τη θέση της στον Αϊ Γιάννη, του οποίου τη χάρη επικαλείται ο λαός.
2. Στους βυζαντινούς χρόνους, όπως αναφέρεται στο Βυζαντινών βίος και πολιτισμός του Φ.Κουκουλέ στο κεφάλαιο για το 12ο αιώνα (τόμος Α2, σ. 170, Αθήνα, 1948), την παραμονή του Αγίου Ιωάννη, οι άνθρωποι συναθροίζονταν σε κάποιο σπίτι ή στη γειτονιά, όπου γινόταν τραπέζι σαν να επρόκειτο για γαμήλιο δείπνο. Εκεί παρευρισκόταν κάποιο νεαρό κορίτσι ντυμένο νύφη. Στο τέλος της βραδιάς, ο κάθε παριστάμενος έριχνε ένα αντικείμενο σε ειδικό αγγείο με νερό, από όπου το ανέσυρε στη συνέχεια η “νύφη” υπό μορφήν κλήρου ως απάντηση στην ερώτηση του καθένα για το τι επιφύλασσε το μέλλον.
3. Η Παλαιά Διαθήκη αναφέρει αφενός ότι ο κλήδωνας και οι μαντείες υπήρχαν επί εποχής εξόδου των Εβραίων από την Αίγυπτο, ήτοι το 1500 π.Χ., και αφετέρου ότι είναι πράξεις καταδικαστέες, πρβ: «τα γαρ έθνη ταύτα, ους συ κατακληρονομείς αυτούς, ούτοι κληδόνων και μαντειών ακούσονται, σοι δε ουχ ούτως έδωκε Κύριος ο Θεός σου» (Δευτερονόμιο 18,14)
4. Ο Πατριάρχης Αντιοχείας Θεόδωρος Βαλσαμών κατά το β’ μισό του 12ου αιώνα, σχολιάζοντας τους Κανόνων της Πενθέκτης Συνόδου (691-2) σχετικά με τις νουμηνίες, τις φωτιές και τον κλήδονα, παραθέτει περιγραφή του εθίμου το οποίο προσομοιάζει με βακχική τελετή συνδεδεμένη με το Σατανά και για το λόγο αυτό το θεωρεί καταδικαστέο, πρβ: «Κατά την εσπέραν της κγ’ του Ιουνίου μηνός, ηθροίζοντο εν ταις ρυμίσι και εν τοις οίκοις άνδρες και γυναίκες, και πρωτότοκον κοράσιον νυμφικώς εστόλιζον μετά γονυ το συμποσιάσαι και βακχικώτερον ορχήσασθαι και χορεύσαι και αλαλάξαι, έβαλλον εν αγγείω συστόμω χαλκώ θαλάττιον ύδωρ, και είδη τινά εκάστω τούτων ανήκοντα – και ώσπερ της παιδός εκείνης λαβούσης Ισχύν εκ τον Σατανά προμηνύειν τα ερωτώμενα, αυτοί μεν περί τούδε τίνος αγαθού ή και αποτροπαίον ανεβοών ερωτηματικώς· το δε κοράσιον από των εν τω αγγείω εμβληθέντων ειδών το παρατυχόν εξαγαγόν υπεδείκνυεν· και λαμβάνων ανόητος τούτον δεσπότης, επληροφορείτο τάχα τα επ’ αυτώ συνενεχθήναι μέλλοντα, ευτυχή τε και δυστυχή. Την επαύριον δε μετά τυμπάνων και χορών συν τω κορασίω εις τους αιγιαλούς απερχόμενοι, και ύδωρ θαλάττιον αφθόνως αναλαμβανόμενοι, τας κατοικίας αυτών έρραινον και ου μόνον ταύτα ετελούντο παρά των ασυνετωτέρων, αλλά και δι’ όλης της νυκτός από χόρτον πυρκαΐας ανάπτοντες, επήδον υπεράνω αυτών και εκληδονίζοντο, ήτοι εμαντεύοντο περί ευτυχίας και δυστυχίας και άλλων τινών δαιμονιωδώς. Τας δε ένθεν κακείθεν εισόδους αυτών και το δωμάτιον, εν ώ ετελείτο η κληδών, συν τοις παρακειμένοις υπαίθροις, χρυσίζουσι πέπλοις και σηρικοίς κατεκόσμουν υφάσμασι· αλλά μην και φυλλάσι δένδρων κατεστεφάνουν, εις τιμήν και υποδοχήν, ως έοικε, του οικειωσαμένου αυτούς Σατανά».
Ωστόσο, παρ’ όλη την αρνητική στάση της Εκκλησίας, το έθιμο του κλήδονα επιβίωσε μέχρι σήμερα, όμως με κάποιες παραλλαγές σε σχέση με τα βυζαντινά δρώμενα. (Συγχρόνως, η έκφραση “αυτά τα λεν στον κλήδονα”, με την έννοια ότι αυτά που λέγονται δεν είναι σοβαρά, πιθανόν να εκφράζει την εκκλησιαστική άποψη ως προς τη μαντική πρακτική, ή απλώς μια λαϊκή δυσπιστία.)
Σημειώνεται ότι:
1) Η Έξοδος των Εβραίων από την Αίγυπτο, σύμφωνα με τους αρχαίους Έλληνες (Διόδωρο, Πάριο χρονικό κ.α.) συγγραφείς έγινε πριν από τον Τρωικό πόλεμο και συγκεκριμένα τον 1520 π.Χ.
2) Σύμφωνα με τους Στράβωνα, Διόδωρο κ.α., αφενός οι πρώτοι που ασχολήθηκαν με τους χρησμούς και τη μαντική ήταν οι Ιδαίοι δάκτυλοι ή άλλως Κουρήτες = μετέπειτα Κ(ου)ρήτες και αφετέρου εκείνος που έμαθε στους Κρητικούς και το τόξο και το χρησμό και τη μαντική ήταν ο Απόλλωνας. (Περισσότερα βλέπε Ιδαίοι δάκτυλοι). Επομένως ο Κλήδονας, όπως συνάγεται από τις ορολογίες του (ριζικάρι, μαντινάδα κ.τ.λ.), αλλά και από τα λεγόμενα των αρχαίων συγγραφέων είναι ένα έθιμο που ξεκίνησε από την Κρήτη και με τον καιρό επεκτάθηκε σ΄ όλη την Ελλάδα.
2) Μαντινάδες κανονικά λέγονται τα δίστιχα που περικλείουν κάποιο νόημα, κάποιο μαντάτο, άρα χρησμό. Ετυμολογία από το «μαντεύω – μαντεύομαι», ρίζας «μαίω – μαίομαι» απ΄όπου και τα: μάνις ή μήνις –μανία, μήνυμα = μαντάτο, manner κ.α. Απλώς και κατ’ επέκταση μαντινάδες λέγονται όλα τα δίστιχα. (Περισσότερα βλέπε ειδικό κεφάλαιο για τις μαντινάδες»).
4) Η αρχαία «κληδών» ήταν ο συνδυασμός τυχαίων και ασυνάρτητων λέξεων – πράξεων κατά τη διάρκεια μαντικής τελετής στον οποίο αποδιδόταν προφητική σημασία.
Η αναβίωση του εθίμου του «Κλήδονα».
Πρόκειται για ένα έθιμο που έχει
τις ρίζες του στην αρχαιότητα και του
οποίου η πρώτη γραπτή περιγραφή ανέρχεται
στους βυζαντινούς χρόνους.
Ο «Κλήδονας» είναι μια λαϊκή
μαντική διαδικασία, από τις πιο
τελετουργικές όλων των παραδόσεων του
τόπου μας, σύμφωνα με τον οποίο
αποκαλύπτεται στις άγαμες κοπέλες η
ταυτότητα του μελλοντικού τους συζύγου.
Η ίδια η λέξη υπάρχει από την
εποχή του Ομήρου, «κλήδων» ονομαζόταν ο
προγνωστικός ήχος, και κατ' επέκταση το
άκουσμα σιωνισμού ή προφητείας, ο
συνδυασμός τυχαίων και ασυνάρτητων λέξεων
ή πράξεων κατά τη διάρκεια μαντικής τελετής,
στον οποίο αποδιδόταν προφητική σημασία.
Την παραμονή του Αη-Γιαννιού, οι
ανύπανδρες κοπέλες μαζεύονται σε ένα από τα
σπίτια του χωριού, όπου αναθέτουν σε κάποιο
μέλος της συντροφιάς, συνήθως σε μια «Μαρία»
(στη Θράκη ο ρόλος αυτός δίνεται στην
ονομαζόμενη «Καλλινίτσα»), της οποίας και
οι δύο γονείς είναι εν ζωή, να φέρει από το
πηγάδι ή την πηγή το «αμίλητο νερό».
Η ονομασία αυτή οφείλεται στο
γεγονός ότι η εν λόγω κοπέλα και η συνοδεία
της πρέπει να ολοκληρώσουν την αποστολή
αυτή, τηρώντας απόλυτη σιωπή.
Επιστρέφοντας στο σπίτι όπου
τελείται ο κλήδονας, το νερό αδειάζετε σε
πήλινο -ως επί το πλείστον- δοχείο, στο
οποίο η κάθε κοπέλα ρίχνει ένα αντικείμενο,
το λεγόμενο ριζικάρι. Συνήθως, πρόκειται
για κάποιο προσωπικό αντικείμενο, συχνά
μάλιστα πολύτιμο.
Στη συνέχεια, το δοχείο
σκεπάζεται με κόκκινο ύφασμα «κλειδώνεται»
και τοποθετείται σε ανοιχτό χώρο.
«Κλειδώνουμε τον κλήδονα με τ'
Αγιαννιού τη χάρη,
κι όποια 'χει καλό ριζικό να δώσει να τον
πάρει».
Εκεί παραμένει όλη τη νύχτα υπό
το φως των άστρων, για να «ξαστριστεί».
Οι κοπέλες επιστρέφουν ύστερα
στα σπίτια τους. Λέγεται ότι τη νύχτα αυτή
θα δουν στα όνειρα τους το μελλοντικό τους
σύζυγο.
Την παραμονή της γιορτής των
γενεθλίων του Αγίου Ιωάννη, εκτός από την
τέλεση του κλήδονα, οι κάτοικοι του χωριού
ανάβουν φωτιές, τις λεγόμενες «μπουμπούνες».
Μια μεγάλη φωτιά στήνεται στην πλατεία του
χωριού ή σ' ένα μέρος ανοιχτό, ώστε να
φαίνεται από παντού.
Άλλες μικρότερες φωτιές ανάβουν
σε όλους τους μαχαλάδες προσπαθώντας ο κάθε
ένας να ανάψει την μεγαλύτερη φωτιά, πάνω
από τις οποίες πηδάνε όλοι οι κάτοικοι του
χωριού. Έλεγαν ότι αν πηδούσαν 3 φορές θα
έφευγαν οι ψύλλοι και οι κοριοί.
Ανήμερα του Αϊ-Γιαννιού, αλλά
πριν βγει ο ήλιος - ώστε να μην
εξουδετερωθεί η μαγική επιρροή των άστρων-,
η υδροφόρος νεαρή της προηγουμένης φέρνει
μέσα στο σπίτι το αγγείο. Το μεσημέρι, ή το
απόγευμα, συναθροίζονται πάλι οι
ανύπανδρες κοπέλες.
Αυτήν τη φορά όμως στην ομήγυρη
μπορούν να συμμετέχουν και παντρεμένες
γυναίκες, συγγενείς και γείτονες και των
δύο φύλων, καλεσμένοι για να παίξουν το ρόλο
μαρτύρων της μαντικής διαδικασίας.
Καθισμένη στο κέντρο της συντροφιάς, η «Μαρία»
ανοίγει τον κλήδονα.
«Ανοίγουμε τον κλήδονα με τ'
Αγιαννιού την χάρη,
και όποια έχει καλό ριζικό σήμερα ναν το
πάρει».
Και ανασύρει ένα-ένα από το
αγγείο τα αντικείμενα, που αντιστοιχούν στο
«ριζικό» κάθε κοπέλας, απαγγέλλοντας
ταυτόχρονα δίστιχα, είτε όπως τα θυμάται,
είτε από συλλογή τραγουδιών ή ακόμη από
ημεροδείκτες.
Το δίστιχο που αντιστοιχεί στο
αντικείμενο της κάθε κοπέλας θεωρείται ότι
προμηνύει το μέλλον της και σχολιάζεται από
τους υπόλοιπους, που προτείνουν τη δική
τους ερμηνεία σε σχέση με την ενδιαφερόμενη.
Προς το σούρουπο, όταν τελειώσει
η μαντική διαδικασία, η κάθε κοπέλα γεμίζει
το στόμα της με μια γουλιά αμίλητο νερό και
στέκεται μπροστά σε ανοιχτό παράθυρο, έως
ότου ακούσει το πρώτο ανδρικό όνομα. Λυτό
πιστεύεται ότι θα είναι και το όνομα του
άνδρα που θα παντρευτεί.
Μετά το τέλος όλης αυτής της
διαδικασίας στήνεται μεγάλο γλέντι στο
οποίο συμμετέχει όλο το χωριό.
Μερικά από τα δίστιχα...
Σαν μάθει ο σκύλος γράμματα
|
Τα φρύδια σου στενά-στενά
|
Μαυριδερή και νόστιμη κοντούλα
|
Αγάπησα ένα μικρό-μικρό
|
θα πάρεις άντρα όμορφο
|
Γαρύφαλλο τσαταλωτόστου Βασιλιά το χέρι,Τούρκοι - Ρωμιοί το μαρτυρούνπού'σαι δικό μου ταίρι. |
Η μελέτη και η σύνταξη του
παραπάνω εγγράφου έγινε από την Κα Άννα
Βεζακιάδου.