«Η Πόλις Εάλω»!..
Ένα
αφιέρωμα στην πτώση της Βασιλίδας των Πόλεων, όπως ήταν η
Κωνσταντινούπολη, την οποίαν υπερασπίστηκαν με ιερόν πάθος και δέος οι
τελευταίοι «Διγενείς του Ελληνισμού», με
πρώτον και καλύτερο τον θρυλικό
«Μαρμαρωμένο Βασιλιά», τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο!...
Η πρώτη Άλωση…
Το
«Χρονικό του Μορέως» είναι ένα έμμετρο χρονικό γραμμένο από
εξελληνισμένο Φράγκο ή μεταφρασμένο από γαλλικό πρότυπο γύρω στα 1300.
Το χρονικό στους 9.000 δεκαπεντασύλλαβους στίχους του αναφέρεται στην
αρχή με συντομία στην πρώτη και τέταρτη σταυροφορία, την άλωση της
Κωνσταντινούπολης το 1204, την ίδρυση της λατινικής αυτοκρατορίας και
στη συνέχεια εξιστορεί την κατάκτηση της Πελοποννήσου από τους Φράγκους.
Σώζεται στην ελληνική, φραγκική, ιταλική και αραγονική γλώσσα. Δεν έχει
λογοτεχνική αξία αλλά κυρίως γλωσσική, γιατί ο άγνωστος συγγραφέας ή
μεταφραστής δεν έχει υπόψη του τη βυζαντινή παιδεία και γράφει στη λαϊκή
γλώσσα. Επίσης αναφερόμενος σε επεισόδια από την κατάκτηση της
Πελοποννήσου μάς δίνει ιστορικά και γεωγραφικά στοιχεία.
Καλό
είναι λοιπόν, να θυμηθούμε την πρώτη εκείνη άλωση, που κατά κάποιον
τρόπο προπαρασκεύασε την δεύτερη Άλωση, όταν το 1204 η Κωνσταντινούπολη
λεηλατήθηκε από τους σταυροφόρους της δ’ σταυροφορίας και οι θησαυροί
της πλημμύρισαν τη Δύση. Ο Βαλδουίνος της Φλάνδρας ίδρυσε το λατινικό
βασίλειο της Κωνσταντινούπολης, ενώ η βυζαντινή αριστοκρατία κατέφυγε
στη Νίκαια. Το 1261 ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγος κατόρθωσε να
ανακτήσει την Κωνσταντινούπολη και να της δώσει την τελευταία δυναστεία
των Παλαιολόγων. Στα χρόνια αυτά η Κωνσταντινούπολη γνώρισε θαυμαστή
πνευματική και καλλιτεχνική άνθηση, παρά τις κοινωνικές και θρησκευτικές
έριδες που συγκλόνιζαν το κράτος, τον οικονομικό και στρατιωτικό
μαρασμό, τους εξωτερικούς εχθρούς, και κυρίως τους Τούρκους, που
περισφίγγανε το Βυζάντιο.
Η κατάληψη της Πόλης από το Μωάμεθ Β’ στις
29 Μαΐου του 1453 σήμανε και το τέλος της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Η
Κωνσταντινούπολη έγινε πρωτεύουσα των Τούρκων σουλτάνων, το κέντρο της
Οθωμανικής αυτοκρατορίας, και έπαιξε σπουδαίο ρόλο σε όλη τη διάρκεια
των κατοπινών αιώνων. Την περίοδο 1918-1923 την πόλη κατείχαν οι
Βρετανοί, οι Γάλλοι και οι Ιταλοί. Το 1923 η πρωτεύουσα της Τουρκίας
μεταφέρθηκε στην Άγκυρα. Το 1930 άλλαξε το όνομα της πόλης σε Ισταμπούλ.
Η δεύτερη Άλωση...
Η Άλωση της Πόλης συνδέθηκε άμεσα με τον «Μαρμαρωμένο Βασιλιά», τον μεγάλο Έλληνα αυτροκράτορα, Κωνσταντίνο Παλαιολόγο.
Ο
Κωνσταντίνος ΙΑ’ Παλαιολόγος (1404-1453), ως γνωστόν, ήταν
Αυτοκράτορας της Βυζαντινής αυτοκρατορίας 1449-1453, ο τελευταίος
αυτοκράτορας του Βυζαντίου. Ήταν ο τέταρτος γιος του Μανουήλ Β’
Παλαιολόγου. Το 1425 κληρονόμησε από τον πατέρα του περιοχές της
Κριμαίας. Αφού έμεινε εκεί για λίγο καιρό, έφυγε για την Πελοπόννησο,
όπου ανέλαβε τη διοίκηση του δεσποτάτου του Μυστρά και αγωνίστηκε για
την πολιτική και στρατιωτική αναδιοργάνωση της Πελοποννήσου και την
άμυνά της από τους Τούρκους επιδρομείς και τους Φράγκους. Μετά το θάνατο
του αδερφού του αυτοκράτορα Ιωάννη Η’, ο Κωνσταντίνος στέφτηκε στο
Μυστρά αυτοκράτορας του Βυζαντίου και έφυγε για την Κωνσταντινούπολη.
Την εποχή αυτή το βυζαντινό κράτος περιοριζόταν στην Κωνσταντινούπολη
και στις πιο κοντινές σε αυτήν περιοχές της Θράκης, σουλτάνος των
Τούρκων ήταν ακόμα ο Μουράτ, που διατηρούσε φιλικές σχέσεις με το
Βυζάντιο. Αλλά το 1451, όταν ο Μωάμεθ Β’ διαδέχτηκε το Μουράτ, άρχισε η
μεγάλη αγωνία του Κωνσταντίνου. Η κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης είχε
γίνει έμμονη ιδέα στο Μωάμεθ, ο οποίος με κάθε τρόπο επιδίωκε να την
επιτύχει. Στο πιο στενό σημείο του Βοσπόρου, στις ευρωπαϊκές ακτές,
έχτισε ένα ισχυρό φρούριο με πύργους, το Ρούμελη Χισάρ, απέναντι στο
Ανατολού Χισάρ, που στα τέλη του 14ου αιώνα είχε χτίσει ο σουλτάνος
Βαγιαζίτ στις ασιατικές ακτές. Για να εμποδίσει το δεσπότη του Μοριά να
έρθει προς βοήθεια του αδερφού του, εισέβαλε στις ελληνικές κτήσεις της
Πελοποννήσου. Ο Κωνσταντίνος αντιμετωπίζοντας το μοιραίο κίνδυνο
κατέβαλε κάθε προσπάθεια για την άμυνα της πόλης. Επισκεύασε τα τείχη
και παράλληλα συγκέντρωσε μέσα στην πόλη όσες ποσότητες σιτηρών ήταν
δυνατό να συγκεντρωθούν. Η αίτησή του στη Δύση για βοήθεια υπήρξε
μάταιη. Αντί γι’ αυτήν έφτασε στην Κωνσταντινούπολη ο καρδινάλιος
Ισίδωρος, απεσταλμένος της ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, και τέλεσε στην
Αγία Σοφία ενωτική λειτουργία (Δεκέμβριος 1452). Στις 6 Απριλίου 1453
άρχισε η πολιορκία της Κωνσταντινούπολης. Οι δυνάμεις του Μωάμεθ
αποτελούνταν από Τούρκους και στρατιώτες διάφορων άλλων υποταγμένων
στους Τούρκους λαών και ήταν πολύ μεγαλύτερες από τους υπερασπιστές της
Κωνσταντινούπολης Έλληνες και λίγους Ιταλούς, κυρίως Γενουάτες, υπό την
αρχηγία του Τζιοβάνι Τζουστινιάνι. Αλλά η δραστηριότητα, το θάρρος και ο
πατριωτισμός του Κωνσταντίνου δεν εμπόδισε την πτώση. Τα πλοία των
Τούρκων εμποδίζονταν από την αλυσίδα που έφραζε τον Κεράτιο κόλπο. Αλλά ο
Μωάμεθ κατάφερε να περάσει από τη στεριά μεγάλο αριθμό πλοίων στον
Κεράτιο κόλπο και στις 22 Απριλίου άρχισε να πολιορκεί στενά την πόλη
από ξηρά και θάλασσα. Στις 28 Μαΐου τελέστηκε Θεία Λειτουργία στην Αγία
Σοφία, όπου προσήλθαν όλοι, με επικεφαλής τον αυτοκράτορα. Όπως
σημειώνει ο ιστορικός, και από πέτρα να ήταν κανείς θα έκλαιγε την ώρα
εκείνη. Η γενική επίθεση άρχισε τη νύκτα της 28 προς 29 Μαΐου. Στην
κρίσιμη αυτή ώρα ο Γενουάτης Τζουστινιάνι τραυματίστηκε και άφησε τη
θέση του, γεγονός που προκάλεσε μεγάλη ταραχή. Λίγο αργότερα οι Τούρκοι
μπήκαν στην Πόλη. Ο Κωνσταντίνος είχε ήδη πέσει νεκρός πολεμώντας.
Η
θυσία του Κωνσταντίνου δεν ήταν μάταιη. Η θαρραλέα όσο και τραγική μορφή
του τελευταίου βασιλιά εξακολουθεί να ζει στους θρύλους και τις
παραδόσεις του λαού για το «μαρμαρωμένο βασιλιά», που θα ξυπνήσει κάποτε
για να χαρίσει πάλι στους Έλληνες τη Βασιλεύουσα.(Βλέπε και εγκυκλοπαίδεια "Μαλλιάρης-παιδεία")
Ο λόγος του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου!..
Θα
ήταν ιστορική βλασφημία να κάνουμε αφιέρωμα στην Άλωση της Πόλης και
να μη θυμηθούμε τον περίφημο λόγο, που εκφώνησε στους στρατιώτες του ο
θρυλικός βασιλιάς της Βασιλίδας των Πόλεων την παραμονή της Άλωσης, που
έχει ως εξής:
«Υμείς μεν, ευγενέστατοι άρχοντες και
εκλαμπρότατοι δήμαρχοι και στρατηγοί και γενναιότατοι συστρατιώται και
πας ο πιστός και τίμιος λαός, καλώς οίδατε ότι έφθασεν η ώρα και ο
εχθρός της πίστεως ημών βούλεται ίνα μετά πάσης τέχνης και μηχανής
ισχυροτέρως στενοχωρήση ημάς, και πόλεμον σφοδρόν μετά συμπλοκής μεγάλης
και συρρήξεως εκ της χέρσου και θαλάσσης δώση ημίν μετά πάσης δυνάμεως,
ίνα, ει δυνατόν, ως όφις τον ιόν εκχύση και ως λέων ανήμερος καταπίη
ημάς. [Βιάζεται] δια τούτο λέγω και παρακαλώ υμάς ίνα στήτε ανδρείως και
μετά γενναίας ψυχής, ως πάντοτε έως του νυν εποιήσατε, κατά των εχθρών
της πίστεως
ημών. Παραδίδωμι δε υμίν την εκλαμπροτάτην και περίφημον ταύτην πόλιν και πατρίδα ημών και βασιλεύουσαν των πόλεων.
Καλώς
ουν οίδατε, αδελφοί, ότι δια τέσσαρά τινα οφειλέται κοινώς εσμέν πάντες
ίνα προτιμήσωμεν αποθανείν μάλλον η ζην, πρώτον μεν υπέρ της πίστεως
ημών και ευσεβείας, δεύτερον δε υπέρ της πατρίδος, τρίτον δε υπέρ του
βασιλέως ως χριστού κυρίου, και τέταρτον υπέρ συγγενών και φίλων.
Λοιπόν, αδελφοί, εάν χρεώσταί εσμεν υπέρ ενός εκ των τεσσάρων
αγωνίζεσθαι έως θανάτου, πολλώ μάλλον υπέρ πάντων τούτων ημείς, ως
βλέπετε προφανώς, και εκ πάντων μέλλομεν ζημιωθήναι. Εάν δια τα εμά
πλημμελήματα παραχωρήση ο Θεός την νίκην τοις ασεβέσιν, υπέρ της πίστεως
ημών της αγίας, ην Χριστός εν τω οικείω αίματι ημίν εδωρήσατο,
κινδυνεύομεν• ο εστι κεφάλαιον πάντων. Και εάν τον κόσμον όλον κερδήση
τις και την ψυχήν ζημιωθή, τι το όφελος; Δεύτερον πατρίδα περίφημον
τοιούτως υστερούμεθα και την ελευθερίαν ημών. Σρίτον βασιλείαν την ποτέ
μεν περιφανή, νυν δε τεταπεινωμένην και ωνειδισμένην και εξουθενωμένην
απωλέσαμεν, και υπό του τυράννου και ασεβούς άρχεται. Σέταρτον δε και
φιλτάτων τέκνων και συμβίων και συγγενών υστερούμεθα.
Αυτός δε ο
αλιτήριος ο αμηράς πεντήκοντα και επτά ημέρας άγει σήμερον αφ οὗ ημάς
ελθών απέκλεισεν και μετά πάσης μηχανής και ισχύος καθ ἡμέραν τε και
νύκτα ουκ επαύσατο πολιορκών ημάς• και χάριτι του παντεπόπτου Χριστού
κυρίου
ημών εκ των τειχών μετά αισχύνης άχρι του νυν πολλάκις κακώς απεπέμφθη.
Σα νυν δε πάλιν, αδελφοί, μη δειλιάσητε, εάν και τείχος μερόθεν ολίγον
εκ των κρότων και των πτωμάτων των ελεπόλεων έπεσε, διότι, ως υμείς
θεωρείτε, κατά το δυνατόν εδιωρθώσαμεν πάλιν αυτό. Ημείς πάσαν την
ελπίδα εις την άμαχον δόξαν του Θεού ανεθέμεθα, ούτοι εν άρμασι και
ούτοι εν ίπποις και δυνάμει και πλήθει, ημείς δε εν ονόματι κυρίου του
Θεού και σωτήρος ημών πεποίθαμεν, δεύτερον δε και εν ταις ημετέραις
χερσί και ρωμαλαιότητι, ην εδωρήσατο ημίν η θεία δύναμις.
Γνωρίζω δε
ότι αύτη η μυριαρίθμητος αγέλη των ασεβών, καθώς η αυτών συνήθεια,
ελεύσονται καθ ἡμῶν μετά βαναύσου και επηρμένης οφρύος και θάρσους
πολλού και βίας, ίνα δια την ολιγότητα ημών θλίψωσι και εκ του κόπου
στενοχωρήσωσι, και μετά φωνών μεγάλων και αλαλαγμών αναριθμήτων, ίνα
ημάς φοβήσωσι. Σας τοιαύτας αυτών φλυαρίας καλώς οίδατε, και ου χρη
λέγειν περί τούτων. Και ώρα ολίγη τοιαύτα ποιήσωσι, και αναριθμήτους
πέτρας και έτερα βέλη και ελεβολίσκους ωσεί άμμον θαλασσών άνωθεν ημών
πτήσουσι• δι ὧν, ελπίζω γαρ, ου βλάψωσι, διότι υμάς θεωρώ και λίαν
αγάλλομαι και τοιαύταις ελπίσι τον λογισμόν τρέφομαι, ότι ει και ολίγοι
πάνυ εσμέν, αλλά πάντες επιδέξιοι και επιτήδειοι, ρωμαλέοι τε και
ισχυροί και μεγαλήτορες και καλώς προπαρασκευασμένοι υπάρχετε. Σαις
ασπίσιν υμών καλώς την κεφαλήν σκέπεσθε επί τη συμπλοκή και συρρήξει. Η
δεξιά υμών η την ρομφαίαν έχουσα μακρά έστω πάντοτε. Αι περικεφαλαίαι
υμών και οι θώρακες και οι σιδηροί ιματισμοί λίαν εισίν ικανοί άμα και
τοις λοιποίς όπλοις, και εν τη συμπλοκή έσονται πάνυ ωφέλιμα• α οι
εναντίοι ου χρώνται, αλλ οὔτε κέκτηνται. Και υμείς έσωθεν των τειχών
υπάρχετε σκεπόμενοι, οι δε ασκεπείς μετά κόπου έρχονται.
Διο, ω
συστρατιώται, γίνεσθε έτοιμοι και στερεοί και μεγαλόψυχοι δια τους
οικτιρμούς του Θεού. Μιμηθήτε τους ποτε των Καρχηδονίων ολίγους
ελέφαντας, πως τοσούτον πλήθος ίππων Ρωμαίων τη φωνή και θέα εδίωξαν•
και εάν ζώον άλογον εδίωξε, πόσον μάλλον ημείς οι των ζώων και αλόγων
υπάρχοντες κύριοι, και οι καθ ἡμῶν ερχόμενοι ίνα παράταξιν μεθ ἡμῶν
ποιήσωσιν, ως ζώα άλογα, και χείρονες εισιν. Αι πέλται υμών και ρομφαίαι
και τα τόξα και ακόντια προς αυτούς πεμπέτωσαν παρ ὑμῶν. Και ούτως
λογίσθητε ως επί αγρίων χοίρων και πληθύν κυνήγιον, ίνα γνώσωσιν οι
ασεβείς ότι ου μετά αλόγων ζώων, ως αυτοί, παράταξιν έχουσιν, αλλά μετά
κυρίων και αυθέντων αυτών και απογόνων Ελλήνων και Ρωμαίων.
Οίδατε
καλώς ότι ο δυσσεβής αυτός ο αμηράς και εχθρός της αγίας ημών πίστεως,
χωρίς ευλόγου αιτίας τινός την αγάπην ην είχομεν έλυσεν, και τους όρκους
αυτού τους πολλούς ηθέτησεν αντ οὐδενὸς λογιζόμενος, και ελθών
αιφνιδίως φρούριον εποίησεν επί το στενόν του Ασωμάτου, ίνα καθ ἑκάστην
ημέραν δύνηται βλάπτειν ημάς. Σους αγρούς ημών και κήπους και
παραδείσους και οίκους ήδη πυριαλώτους εποίησε• τους αδελφούς ημών τους
Χριστιανούς, όσους εύρεν, εθανάτωσε και ηχμαλώτευσε• την φιλίαν ημών
έλυσε. Σους δε του Γαλατά εφιλίωσε, και αυτοί χαίρονται, μη ειδότες και
αυτοί οι ταλαίπωροι τον του γεωργού παιδός μύθον, του εψήνοντος τους
κοχλίας και ειπόντος ω ανόητα ζώα και τα εξής.
Ελθών ουν, αδελφοί,
ημάς απέκλεισε, και καθ ἑκάστην το αχανές αυτού στόμα χάσκων, πως εύρη
καιρόν επιτήδειον ίνα καταπίη ημάς και την πόλιν ταύτην, ην ανήγειρεν ο
τρισμακάριστος και μέγας βασιλεύς Κωνσταντίνος εκείνος, και τη πανάγνω
τε και υπεράγνω δεσποίνη ημών Θεοτόκω και αειπαρθένω Μαρία αφιέρωσεν και
εχαρίσατο του κυρίαν είναι και βοηθόν και σκέπην τη ημετέρα πατρίδι και
καταφύγιον των Χριστιανών, ελπίδα και χαράν πάντων των Ελλήνων, το
καύχημα πάσι τοις ούσιν υπό την του ηλίου ανατολήν. Και ούτος ο
ασεβέστατος την ποτε περιφανή και ομφακίζουσαν ως ρόδον του αγρού
βούλεται ποιήσαι υπ αὐτόν. Η εδούλωσε σχεδόν, δύναμαι ειπείν, πάσαν την
υφ ἥλιον και υπέταξεν υπό τους πόδας αυτής Πόντον και Αρμενίαν,
Περσίαν και Παφλαγονίαν, Αμαζόνας και Καππαδοκίαν, Γαλατίαν και Μηδίαν,
Κολχούς και Ίβηρας, Βοσφοριανούς και Αλβάνους, Συρίαν και Κιλικίαν και
Μεσοποταμίαν, Φοινίκην και Παλαιστίνην, Αραβίαν τε και Ιουδαίαν,
Βακτριανούς και Σκύθας, Μακεδονίαν και Θετταλίαν, Ελλάδα, Βοιωτίαν,
Λοκρούς και Αἰτωλούς, Ακαρνανίαν, Αχαΐαν και Πελοπόννησον, Ήπειρον και
το Ιλλυρικόν, Λυχνίτας κατά το Ανδριατικόν, Ιταλίαν Σουσκίνους, Κελτούς
και Κελτογαλάτας, Ιβηρίαν τε και έως των Γαδείρων, Λιβύαν και
Μαυρητανίαν και Μαυρουσίαν, Αιθιοπίαν, Βελέδας Σκούδην, Νουμιδίαν και
Αφρικήν και Αίγυπτον, αυτός τα νυν βούλεται δουλώσαι, και την
κυριεύουσαν των πόλεων ζυγώ υποβαλείν και δουλεία, και τας αγίας
εκκλησίας ημών, ένθα επροσκυνείτο η αγία τριας και εδοξολογείτο το
πανάγιον, και όπου οι άγγελοι ηκούοντο υμνείν το θείον και την ένσαρκον
του Θεού λόγου οικονομίαν, βούλεται ποιήσαι προσκύνημα της αυτού
βλασφημίας και του φληναφού αυτού ψευδοπροφήτου Μωάμεθ, και
κατοικητήριον αλόγων και καμήλων.
Λοιπόν, αδελφοί και συστρατιώται,
κατά νουν ενθυμήθητε ίνα το μνημόσυνον υμών και η μνήμη και η φήμη και η
ελευθερία αιωνίως γενήσηται.»
Και στραφείς προς τους Ενετούς εν τοις
δεξιοίς μέρεσιν ισταμένους έφη: «Ενετοί ευγενείς, αδελφοί ηγαπημένοι εν
Χριστώ τω θεώ, άνδρες ισχυροί και στρατιώται δυνατοί και εν πολέμοις
δοκιμώτατοι, οι δια των εστιλβωμένων υμών ρομφαίων και χάριτος πολλάκις
πλήθος των Αγαρηνών εθανατώσατε, και το αίμα αυτών ποταμειδώς εκ των
χειρών υμών έρρευσε, τη σήμερον παρακαλώ υμάς ίνα την πόλιν ταύτην την
ευρισκομένην επί τοσαύτη συμφορά του πολέμου ολοψύχως και εκ μέσου ψυχής
γένητε υπερασπισταί. Οίδατε γαρ καλώς, και δευτέραν πατρίδα και μητέρα
αυτήν αενάως είχετε• διο και εκ δευτέρου πάλιν λέγω και παρακαλώ ίνα εν
αυτή ώρα ως φιλοπιστοί τε και ομόπιστοι και αδελφοί ποιήσητε.»
Είτα
στραφείς εν τοις αριστεροίς μέρεσι λέγει τοις Λιγουρίταις: «Ω
Λιγουρίται, εντιμότατοι αδελφοί, άνδρες πολεμισταί και μεγαλοκάρδιοι και
φημιστοί, καλώς οίδατε και γινώσκετε ότι η δυστυχής αύτη πόλις πάντοτε
ουκ εμοί μόνον υπήρχεν, αλλά και υμίν δια πολλά τινα αίτια. Υμείς μεν
πολλάκις μετά προθυμίας αυτή εβοηθήσατε, και συνδρομή υμετέρα ελυτρώσατε
από των Αγαρηνών των αυτής εναντίων. Σα νυν πάλιν ο καιρός εστιν
επιτήδειος ίνα δείξητε εις βοήθειαν αυτής την Χριστ αγάπην και ανδρίαν
και γενναιότητα υμών.»
Και πληθυντικώς στραφείς προς πάντας είπεν:
«Ουκ έχω καιρόν ειπείν υμίν πλείονα. Μόνον το τεταπεινωμένον ημέτερον
σκήπτρον εις τας υμών χείρας ανατίθημι, ίνα αυτό μετ εὐνοίας φυλάξητε.
Παρακαλώ δε και τούτο και δέομαι της υμετέρας αγάπης, ίνα την πρέπουσαν
τιμήν και υποταγήν δώσητε τοις υμετέροις στρατηγοίς και δημάρχοις και
εκατοντάρχοις, έκαστος κατά την τάξιν αυτού και τάγμα και υπηρεσίαν.
Γνωρίσατε δη τούτο. Και εάν εκ καρδίας φυλάξητε τα όσα ενετειλάμην υμίν,
ελπίζω εις Θεόν ως λυτρωθείημεν ημείς της ενεστώσης αυτού δικαίας
απειλής. Δεύτερον δε και ο στέφανος ο αδαμάντινος εν ουρανοίς
εναπόκειται υμίν, και μνήμη αιώνιος και άξιος εν τω κόσμω έσεται.» Και
ταύτα ειπών και την δημηγορίαν τελέσας και μετά δακρύων και στεναγμών
τον Θεόν ευχαριστήσας, οι πάντες ως εξ ενός στόματος απεκρίναντο μετά
κλαυθμού λέγοντες «αποθάνωμεν υπέρ της Χριστού πίστεως και της πατρίδος
ημών.» Ακούσας δε ο βασιλεύς και πλείστα ευχαριστήσας και πλείστας
δωρεών επαγγελίας αυτοίς απηγγείλατο. Είτα πάλιν λέγει. «Λοιπόν, αδελφοί
και συστρατιώται, έτοιμοι έστε τω πρωΐ, Χάριτι και αρετή τη παρά του
Θεού υμίν δωρηθείση, και συνεργούσης της αγίας τριάδος, εν η την ελπίδα
πάσαν ανεθέμεθα, ποιήσωμεν τους εναντίους μετά αισχύνης εκ των εντεύθεν
κακώς αναχωρήσωσιν.»
Ακούσαντες δε οι δυστυχείς Ρωμαίοι καρδίαν ως
λέοντες εποίησαν, και αλλήλοις συγχωρηθέντες ήτουν εις τω ετέρω
καταλλαγήναι, και μετά κλαυθμού ενηγκαλίζοντο, μήτε φιλτάτων τέκνων
μνημονεύοντες ούτε γυναικών η πλούτου φροντίζοντες, ει μη μόνον του
αποθανείν ίνα την πατρίδα φυλάξωσι. Και έκαστος εν τω διατεταγμένω τόπω
επανέστρεψε, και ασφαλώς εποίουν εν τοις τείχεσι την φυλακήν. Ο δε
βασιλεύς εν τω πανσέπτω ναώ της του Θεού λόγου σοφίας ελθών και
προσευξάμενος μετά κλαυθμού τα άχραντα μυστήρια μετέλαβεν. Ομοίως και
έτεροι πολλοί τη αυτή νυκτί εποίησαν. Είτα ελθών εις τα ανάκτορα ολίγον
σταθείς και εκ πάντων συγχώρησιν αιτήσας, εν τήδε τη ώρα τις διηγήσεται
τους τότε κλαυθμούς και θρήνους τους εν τω παλατίω; Ει και από ξύλου
άνθρωπος η εκ πέτρας ην, ουκ εδύνατο μη θρηνήσαι.
Και αναβάς εφ ἵππου εξήλθομεν των ανακτόρων περιερχόμενοι τα τείχη [...]
«Σημαίνει ο Θιος….»
Κλείνοντας
ας θυμηθούμε έναν από τους πολλούς θρήνους που έγραψαν και τραγούδησαν
εκατομμύρια Ελλήνων από την Άλωση μεχρι σήμερα, όπως αυτόν της Θράκης:
«Σημαίνει ο Θιός, σημαίνει η γης, σημαίνουν τα επουράνια,
σημαίνει κι η Αγια Σοφιά, το μέγα μοναστήρι,
με τετρακόσια σήμαντρα κι εξηνταδυό καμπάνες,
κάθε καμπάνα και παπάς, κάθε παπάς και διάκος.
Ψάλλει ζερβά ο βασιλιάς, δεξιά ο πατριάρχης,
κι απ΄ την πολλήν την ψαλμουδιά εσειόντανε οι κολόνες.
Να μπούνε στο χερουβικό και να 'βγει ο βασιλέας,
φωνή τους ήρθε εξ ουρανού κι απ' αρχαγγέλου στόμα:
"Πάψετε το χερουβικό κι ας χαμηλώσουν τ' άγια,
παπάδες πάρτε τα ιερά και σεις κεριά σβηστείτε,
γιατί είναι θέλημα Θεού η Πόλη να τουρκέψει.
Μόν' στείλτε λόγο στη Φραγκιά, να 'ρτουνε τρία καράβια°
το 'να να πάρει το σταυρό και τ' άλλο το βαγγέλιο,
το τρίτο το καλύτερο, την άγια τράπεζά μας,
μη μας την πάρουν τα σκυλιά και μας τη μαγαρίσουν".
Η Δέσποινα ταράχτηκε και δάκρυσαν οι εικόνες.
"Σώπασε κυρά Δέσποινα, και μη πολυδακρύζεις,
πάλι με χρόνους, με καιρούς, πάλι δικά μας είναι»!..