ΠΟΣΟ ΑΛΛΑΖΟΥΝ ΟΙ ΚΑΙΡΟΙ
βουβό. Ίδια κάρα αλλά πόσο διαφορετικά; Φωτογράφισα και αυτό το κάρου αφού πήρα την άδεια, του κ. Χρήστου Π. Έβαλα μπρος το μηχανάκι μου κι έφυγα με χίλιες δυο απορίες , χίλιες δυο σκέψεις και νοστασλγίες. ΠΟΣΟ ΑΛΛΑΖΟΥΝ ΟΙ ΚΑΙΡΟΙ.... Ένα τέταρτο μετά καθόμαστε, στον ίδιο χώρο με πριν, με το θειο μου τον Κώτσιο. Ο γνώριμος ήχος άρχισε να ακούγεται πάλι. Δεν ήταν ο κ.Ηλίας αλλά ο μπαρμπα-Στέργιος. Καμαρωτός οδηγούσε το άλουγου με το κάρου.Δεν ήθελα να αφήσω τον επισκέπτη μου μόνο του και να τρέξω για φωτογράφιση. Ίσως τον "πετύχω" άλλη φορά. Μόνο που είπα ψιθιριστά. Καλός τζιαμπάζους ο κ. Ηλίας Πούλησε το άλουγου στο μπαρμπα-Στέργιο. Ο θειος μου ο Κώτσιος δεν καλοάκουσε και είπα: τίποτα,τίποτα.......
ΕΠΕΞΗΓΗΣΕΙΣ:
(1) άλουγου το= άλογο,μεγεθ.αλουγατάς,αλουγάς,πληθ.αλόγατα,παιχν.μικρών παιδιών με τρέξιμο καβάλα σ(ι) ένα σαρίκ(ι). [αρχ.άλογον]
(2) κάρου το= το κάρο,δίτροχο ή τετράτροχο όχημα που σύρονταν από άλογα ,μουλάρια ή γαϊδούρια ,όχι όμως από βόδια, δες αραμπάς,[λατ.carrum>ιταλ.carro].
(3) αραβαν(ι) το= ραβάνι,ειδικό τρέξιμο του άλογου για άνετο καβάλημα, που το μάθαινε από πουλάρι, αφού έδεναν τα πόδια του με ειδικούς ιμάντες ,τα κιουστέκια[τουρ.rahvan]
(4) κάσα η = καρότσα του κάρου, ξύλινη κατασκευή στην οποία ντιγκιάζουν το καπνό,δες και σιντούκα [λατ.capsa>ιταλ. kassa]
(5) αραβάν(ι)κου το= το ζώο που ξέρει αραβάν(ι),αραβάν(ι)κου άλουγου,[αραβάν(ι)]
(6) νουρά η = η ουρά , η προεξοχή του κεντρικού άξονα του κάρου, υποκ.νουρούδα [αρχ. ο'υρά>την ο'υρά(>τ'ν ουρά)>τ' νουρά].
(7) κόλια τα = τα τιμόνια του κάρου,[τουρ.kol(=δοκός)]
(8) τζιαμπάζους ο = ο τζαμπάζης,ζωέμπορος ή μεσίτης στην πώληση των ζώων. και τζιαμπά(η)ζς,πληθ. τζιαμπαζαί(οι),τζιαμπάζδις,[τουρ.ambaz].
ΕΠΕΞΗΓΗΣΕΙΣ:
(1) άλουγου το= άλογο,μεγεθ.αλουγατάς,αλουγάς,πληθ.αλόγατα,παιχν.μικρών παιδιών με τρέξιμο καβάλα σ(ι) ένα σαρίκ(ι). [αρχ.άλογον]
(2) κάρου το= το κάρο,δίτροχο ή τετράτροχο όχημα που σύρονταν από άλογα ,μουλάρια ή γαϊδούρια ,όχι όμως από βόδια, δες αραμπάς,[λατ.carrum>ιταλ.carro].
(3) αραβαν(ι) το= ραβάνι,ειδικό τρέξιμο του άλογου για άνετο καβάλημα, που το μάθαινε από πουλάρι, αφού έδεναν τα πόδια του με ειδικούς ιμάντες ,τα κιουστέκια[τουρ.rahvan]
(4) κάσα η = καρότσα του κάρου, ξύλινη κατασκευή στην οποία ντιγκιάζουν το καπνό,δες και σιντούκα [λατ.capsa>ιταλ. kassa]
(5) αραβάν(ι)κου το= το ζώο που ξέρει αραβάν(ι),αραβάν(ι)κου άλουγου,[αραβάν(ι)]
(6) νουρά η = η ουρά , η προεξοχή του κεντρικού άξονα του κάρου, υποκ.νουρούδα [αρχ. ο'υρά>την ο'υρά(>τ'ν ουρά)>τ' νουρά].
(7) κόλια τα = τα τιμόνια του κάρου,[τουρ.kol(=δοκός)]
(8) τζιαμπάζους ο = ο τζαμπάζης,ζωέμπορος ή μεσίτης στην πώληση των ζώων. και τζιαμπά(η)ζς,πληθ. τζιαμπαζαί(οι),τζιαμπάζδις,[τουρ.ambaz].